United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου κάμουν και να τους αφήσω εις την ελπίδα τους πως έχουν να με παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά διά να μη τους φύγω, μετά μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν εις τον Κατή.

Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι «αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι . . . » Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν το ολίγα εκείνα κολυβογράμματα, τα οποία αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά! . . .

Έχοντες λοιπόν με τούτον τον τρόπον αποφασίση, ο Κουλούφ επήγεν εις τον Μουζαφέρ, και του ανήγγειλε την γνώμην του. Αυτός ομού με τον υιόν του αντιστάθηκαν, και δεν ήθελαν η Δηλαρά να έβγη από το σπήτι τους. Τότε ο Κουλούφ τους παίρνει εις τον Κατή, και λέγει την υπόθεσιν.

Κι ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες.

Οι πρέσβεις είχαν επίσης διαταγήν να είπουν ότι, εάν οι Αθηναίοι ήθελαν να φανούν άδικοι, θα παρελάμβαναν ήδη εις την συμμαχίαν των τους Αργείους, οι οποίοι είχαν έλθη προς αυτόν τον σκοπόν εις τας Αθήνας.

Τους αφήκανε δηλαδή να κυβερνούν όπως ήθελαν τα δικά τους, με συμφωνία να πλερώνουνε φόρους. Στου Βεσπασιανού τους καιρούς όμως τόχασαν αυτό το προνόμιο. Ως τόσο την εμπορική του σημασία και τη δύναμη δε μπορούσε εύκολα να τη χάση το Βυζάντιο. Καλοπερνούσε λοιπόν και πλούτιζε χρόνους πολλούς, ώσπου ήρθε τέλος η εποχή του Σεβήρου, εποχή μαύρη, καθώς είδαμε σάλλο κεφάλαιο.

Και δεν τους ήθελαν, όχι μονάχα από φυλετικούς λόγους, παρά επειδή τους βύζαιναν κιόλας οι δικοί μας, κι όχι καθώς ο Τωτίλας, που τους καλόπιανε πάντα και μ' αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε και ξανακυρίεψε Ρώμη, Σικελία, Σαρδινία, Κόρσικα. Μα και στην Κέρκυρα κατέβηκε με τα πλοία του, κι ως τα ελληνικά τα παράλια. Είταν τότες, καθώς θα δούμε, ο Ιουστινιανός χωμένος στα βάσανα ως το λαιμό.

Τα παιδιά του χωρικού ηθέλησαν να παίξουν μαζή του· Αλλά το τρομασμένον παπί εφοβήθη ότι ήθελαν να το πειράξουν και έφυγε τρεχάτον εις μίαν κανάταν γεμάτην με γάλα, και με το πτερούγιασμά του ερράντισε με γάλα όλην την καλύβην· η γυναίκα του χωρικού εκτύπησε τα χέρια της διά να το τρομάξη, και έφυγε το παπί μέσα από το γάλα, και έτρεξε και εχώθη εις έν βαρέλι γεμάτον αλεύρι, και εβγήκεν απ’ εκεί κάτασπρον.

Ήταν στον τόπο τους καθηγητές κ' ήρθαν εδώ για να πλουτίσουν τις γνώσες τους. Ήθελαν να ποτισθούν από της σοφίας την πηγή, όπως έλεγαν. Τέτοιοι έρχονταν συχνά στο σπίτι του νέου Ευμορφόπουλου και η ζωή του ως σήμερα πέρασε μαζί τους. Ζωή άχαρη αληθινά μα σημαντική κι αλησμόνητη σ' εκείνον και στη γενιά του.

Έχει πάντοτε τέτοια βιασίλα!, είπεν η άλλη. «Τον χωρίζομαι όχι με χαράκαι με αυτά τα λόγια έτρεξαν και αι δύο πέρα. Εχαιρέτησε και της κατσικούλες του και αυταί εμηκώντο και ήθελαν να τον ακολουθήσουν «μμε ε ε, μμε ε ε»· ήτο πολύ λυπηρόν!