United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη φτώχια, στη δυστυχία, στην ορφάνια, στην κατεργαριά. Ναι, στην κατεργαριά. Τα περισσότερα οι κατεργαρέοι του τα φάγανε. Σαν απόμεινε στην ψάθα χριστιανός δε γύρισε να τονέ δη. Ο Άγιος Γιάννης έγινε ο κουτο- Γιάννης με τόνομα. Σαν είχε δάνειζε στη φτωχολογιά, δανεικά κι' αγύριστα, δίχως αμανάτι, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό, «ο λόγος στον άνθρωποέλεγε.

Μια υποθήκη να σου βάλη στο σπίτι σου, στο αμπέλι, στο χωράφι και να σηκώσης όσα πρέπει. Σαν ευκολυθής, πάλε με το κολάι δικά σου είνε. Τα παίρνεις πίσω. Πού να τα πάρης! Τα διάφορα φάγανε και σπίτια και αμπέλια. Αχ! κύριε έφορα, όλο το νησί στα χέρια του βρίσκεται· όλο μας το βιος στα κατώγια του μαζεύτηκε. Να μπης, λένε, στο κατώγι του Τρακοσάρη και να σου καή η καρδιά σου.

Και στη σούγλα 425 περνάν τα σπλάχνα, κι' έπειτα στην ανθρακιά τα ψήνουν. Και τα μεριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, τα ψήνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν. Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, 430 τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.

Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος. — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας, βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον. — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα; — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!

Του δίνω μια κατακεφαλιά, «γιουρούσι φωνάζουν», μου κάνει. Κρίνε, μωρέ, και μας φάγανε. Πυρ ταχύ!, πυρ ταχύ! «Κυρ λοχία» μου κάνει, ο Καρατζίκος ο Λίας απ' τη Φθιώτιδα, «θα βαρέσω τον σωματάρχη τουςΒάρ'του, μωρ' Λία!. .. Στέκεται, ένα τουφέκι τόχει, κάτου!.... Και πυρ ταχύ, και πυρ ταχύ, τους ανεμίσαμε ίσα με το βράδι και τόστριψαν...

Και αν ερχότανε κ' εύρισκε την πόρτα σφαλιστή και το λυχνάρι σβυσμένο και την καλή του παραδομένη στον ύπνο κ' έστεκε κουρασμένος στην οξώπορτα, χτυπώντας σαν τον ξένο και τον έρημο, τι θάλεγε από μέσα του; «Εμένα με φάγανε οι δρόμοι και τα κύματα, εγώ μήνες και χρόνια ταξιδεύω κ' έρχομαι και μια ψυχή δε βρίσκεται να με προσμένη». Θα βαρηγκομούσε ο ταξιδιάρης και θάπαιρνε ξανά το δρόμο και θα τραβούσε κατά τα μάτια του.

Απέ η φωτιά σα χώνεψε και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, 465 τα ψήνουν όμορφα, όμορφα κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν, Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.

Πώς τα σιχαίνομαι αυτά τα χαραμοψώμικα ! τάχα συγγενής, κι' ο Θεός να σε φυλάη. . .», είπε η Μπιμπίκα σε μιαν άλλη που διόρθωνε τη Βεργινία μαζί με την Ευρυδίκη. . . «Έχει και μούτρα και κλαίει! Δε βάσταξε η Λιόλια και ξαναβγήκε στην αυλή να ξεφωνίση. . . Δε φάγανε μεσημέρι. Κάποιος πήρε το Νίκο έξω.

Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα.

Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα, ανήμερα των Ταξιαρχώνστην Αθήνα. Ο παπάς γιόρταζε και είχανε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήτανε πια κοπέλλα, ούτε νέα καλάκαλά. Είχε πατήσει τα τριάντα. Αφού φάγανε και ήπιανε, αρχίσανε την ψαλτική, τα τροπάρια. Άλλο τραγούδι δεν ήθελε ο παπάς στο σπίτι.. Πότε περάσανε τριάντα χρόνια!