United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρέ, άφης τα λόγια, του είπεν ο Νικολάκης, γιατί αν σ' ακούση και σου χυθή, όλοι δεν θα μπορέσωμε να σε γλυτώσωμ' απού τα χέρια του. Αυτός είνε, μωρέ, θεριό· δεν τόνε θωρείς; Ο Μανώλης ενθαρρυνθείς από την πρώτην επιτυχίαν, κατεγίνετο, ενώ εξηκολούθει να χορεύη, εις νέον αυτοσχεδίασμα.

Θα το πω της Φροσύνης να της την πατήση την τσιμπιά. »Στον τρύγο, στον τρύγο! Πάει ο ώμος μου, σήκωνε σήκωνε κόφες! Δόξα νάχη ο Θεός πούφαγα πάλι σταφύλι! Όχι σαν κι αυτά που πουλώ! Να, μωρέ παλιοεγγλέζοι, σταφύλι, να φάτε και να καταλάβετε γλύκα! Δες τες, δες τες! Κ' οι δυο τους οι σουσουράδες πώς πατούνε σταφύλια στη γούρνα! Και δος του η μάννα νανακατεύη αλευριά!

Δεν προεξοφλώ τίποτε, αφού όλα είνε δυνατά. — Πόσων ετών είσθε, αν επιτρέπετε; του είπα. — Άνω των εκατόν. — Αυτός, μωρέ φίλε μου, είνε ο Κουτεντές του παραμυθιού, μου εψιθύρισεν ο Μαυρογένης.

Φούσκωνα τότενες, Λάμπρο. «Τσώπα, μωρέ βρωμόσκυλλε, του κρένω, γιατί σου τρώω το κεφάλι». Ο αγάς πιάστηκε από το μαρτίνι του. Εγώ άρματα δεν είχ' απάνου μου αλλ' από το σουγιά και τα καληγοσφύρια των αλόγων. Χύνουμαι ίσ' απάνου του, τ' αρπάζω το τουφέκι από τα χέρια και φωτιά τώχω. Μες το ριζάρτι τον πήρε. Έμπηξε μια δυνατή φωνή κ' έγηρε κάτου από τ' άλογο.

Μωρέ θα χυθώ απάνω του σαν το ψάρι. Τάχα γιατί κινδυνεύω εκεί κάτω· για γλέντι; — Μα πώς θα μαλώσης· επίμενε δειλά ο πατέρας σου· η θάλασσα είνε για όλους. — Δεν ξέρω 'γω για όλους για ξόλους· Είμ' εγώ εδώ· είνε δικό μου το λειβάδι. Άμα φύγω, ας έρθη άλλος να κάμη ό,τι θέλει. — Μα πώς; — Πάψε πια! τον έκοψεν ανυπόμονος ο Νικολός· δεν έχεις δίκηο· δεν σου φταίει η τύχη, μόνος σου φταις.

Πού 'με 'δες κ' εγύριζα, είπε με δυσφορίαν αδικημένου ο Μανώλης. Οι μαστόροι αργήσανε να σκολάσουνε ύστερα πήα στον ποταμό και πλύθηκα κιαπού τον ποταμό ήρθα ντρέτα στο σπίτι. — Εμένα, μωρέ, θα τα πουλήσης αυτανά; Όντεν επήαινες εσύ εγύριζα 'γώ.

Άιντε μωρ' πλιάκ' ιντεμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Εφώναζαν αδιάκοπατο μολογημό του οι αρβανίτες, και τον χάιδευαντον ώμο, κ' εσέρνονταν κοντύτερατο πλευρό του. Κι' ο γέρος εξακολουθούσε. — Με δυο Σουλτάνους ολόβολους επολέμησε ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά μου, κ' έσφαξε αυτός ο ίδιος με το σπαθί τουτα εικοστρία χρόνια που πολεμούσε πλιότερους από δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχά αυτός.

Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνά πυκνά. — Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.

Πες του, μωρέ, πόλεμος έγινε δε μπορούσε παρά να χαθούν κι άνθρωποι. Ο μ π ί μ π α σ η ς κούνησε το κεφάλι του κι αποκρίθηκε «κι από μας τσοκ! Τόρα φευγάστε και το Σάββατο άμα έρθη ο διοικητής σας να φιλιωθούμεΚι ο μ π ί μ π α σ η ς έκαμε ένα βήμα να φύγη, όντας στάθηκε κι είπε: Ε! δεν είστε, σεις στρατιώτες, είστε κλέφτες!... Πες του γιατί, μωρέ; λέω στο δραγομάνο μου.

Όχι, σου λέγει, είνε χοντρός κάβος και χύνει το βουνό κ' έρχεται ο Θρακιάς από πάνω και βγάζουν αψάδα οι Βελανιδιώτισες! Κολοκύθια! Μωρέ τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν άνεμοι... — Μα ποιοι τις κάνουν, διάολε, πες μας λοιπόν! εφώναξεν ανυπόμονα ο Αλέξης Σκιαθίτης αράθυμος πάντα.