United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε, τον πατέρα μου απήντησατους δρόμους μ' αιματωμένα των 'ματιών τα δύο δακτυλίδια και δίχως τα διαμάντια των. Εζήτησα να μ' ευχηθή, κι' απ' την αρχήντο τέλος τα όσα εδοκίμασα κ' υπέφερα του είπα. Αλλ' η σχισμένη του καρδιάτον κλονισμόν τον τόσον ν' ανθέξη δεν ημπόρεσε.

Το φυσικώτερο μας φαίνεται πως τον οχτρεύουνταν τον Κρίσπο ο Κωσταντίνος από λόγους πολιτικούς. Δεν το σήκωνε να βλέπη το γιο του αγαπημένο και τιμημένο στη Ρώμη, και το δικό του τόνομα να σέρνεται καταφρονεμένο στους δρόμους. Ξέρουμε τώρα από τα περασμένα του πως τίποτις δεν το είχε ο Κωσταντίνος να ξεπαστρεύη όσους τούφερναν εμπόδια στους πολιτικούς του σκοπούς.

Κι όλη την ώρα συλλογιζόμουνα το έρημο δρομαλάκι, με το άσπρο, ξερό του χώμα, που δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Συλλογιζόμουνα το νεογέννητο γαϊδουράκι, που τόδιωξε τόσο άγρια ο αγωγιάτης και θαρρούσα πως τόβλεπα τώρα μεγαλωμένο, γεμάτο πληγές, να σέρνη το φορτίο του στους δρόμους, υπομονετικό και παραπονεμένο.

Του κάκου φώναζε ο Ιουλιανός να μην κάμνουνε βαρβαρότητες όταν άκουσε πως αποκεφάλισαν ένα Πρεσβύτερο στο περιστατικό της Δάφνης. Αδύνατο να τους σταματήση. Στην Καισαρεία, στην Ιλιούπολη, σάλλα μέρη, σέρνανε χριστιανών κορμιά στους δρόμους, έσφαζαν αθώους, έρριχταν τα σπλάχνα τους σε χοίρους και σκυλιά, κι ο όχλος έτρεχε ξεφρενιασμένος κατόπι τους.

Ο τόπος μας έχει να μας θρέψει, έννοια σας, φτάνει να ξέρουμε νανοίγουμε δουλειές, και τότε θα βρίσκουμε γλύκα στον τόπο μας. Σα θέλει κανείς και καλά να χτίσει χτίρια για να μείνει τ' όνομά του αθάνατο, ας χτίσει στρατώνες και αποθήκες, υδραγωγεία, γεφύρια, ας φτειάσει δρόμους και σιδερόδρομους, ας ναυπηγήσει πολεμικά καράβια.

Αμ πώς, αδελφή; Δεν ξέρεις πως ακρίβαιναν οι γαμπροί; — Ακρίβαιναν ε! Τας έβλεπε λοιπόν τας ωραίας θυγατέρας χωρίς ελπίδα αποκαταστάσεως κ' έφθινεν η γραία κ' εφθείρετο. Και αποδίδουσα και αυτήν την ατυχίαν εις τα μοναστηριακά, εφοβείτο ότι θ' απέθνησκε και θα τας άφινεν εις τους πέντε δρόμους. Και ανεστέναζε κρυφίως η γραία. — Τι έχεις, μάννα μ'; Είπε μίαν ημέραν η Δεσποινιώ.

...Φέτος, που πατούσα τα δεκατρία, που άρχισε να χτυπάη η καρδιά και να ταξιδεύη ο νους, ο άνεμος σα να βούιζε πιο θυμωμένα ανάμεσ' από τα μισόγυμνα κλωνιά του περιβολιού, οι σκύλοι γαύγιζαν πιο λυσσασμένα στους δρόμους, ο Ιμάμης έψαλλε το «γιατσί» του πιο θλιβερά, το κόλι μούγκριζε με πιώτερο πείσμα, τα γουρλωμένα μάτια του Ταξιάρχη με κοίταξαν πιο αχόρταγα σαν πλάγιασα στη συνηθισμένη γωνιά μου να κοιμηθώ, κ' έβλεπα τα κονίσματα αντίκρυ με τη μισοαναμμένη τους την καντήλα.

Συναλλάγματος! εξεφώνησεν η νεαρά γυνή· υπέγραψες συνάλλαγμα, διά να αγοράσης παληόχαρτα; Έδωκες την υπογραφήν σου, την τιμήν σου, διά να πλουτίσης με τον νουν, διά να έμβης μεθαύριον εις την φυλακήν, και να με αφήσης εις τους πέντε δρόμους; Η Σοφία δεν ηδυνήθη να περάνη τους λόγους της. Οι αλλεπάλληλοι κλονισμοί κατέβαλον αυτήν, και έπεσε λιπόθυμος επί τινος έδρας.

Αυτή είνε η πρώτη σου εντύπωσις• αλλά μετ' ολίγον βλέπεις δύο δρόμους, εκ των οποίων ο είς είνε μάλλον ατραπός στενή, πετρώδης και πλήρης ακανθών, εις την οποίαν μαντεύεις πολλήν δίψαν και ιδρώτα. Ο Ησίοδος επρόλαβεν ήδη και την περιέγραψε κάλλιστα, ώστε είνε περιττόν να την περιγράψω και εγώ. Η δε άλλη οδός είνε ανθηρά και δροσερά, όπως ολίγον προηγουμένως είπα.

Ο ποιμήν βεβαρημένος υπό του καμάτου της ημέρας, εργώδους και οδυνηρού ποιμενικού καμάτου ανά τους απατήτους των βουνών δρόμους υπό τον κρυερόν του χειμώνος καιρόν, κατεκλίθη πάλιν, εγγύτερον τώρα προς την ανθρακιάν, διότι το ψύχος ολονέν εγίνετο δριμύτερον, προχωρούσης της νυκτός.