United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέβηκε, ξεφόρτωσε, έδεσε τ' άλογό του στο κατώγι, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο δωμάτιο, όπου ηύρε τη φωτιά να καίγη γλυκά-γλυκά, το τραπέζι φορτωμένο από φαγητά, και τη μάννα και το παιδί να κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένοι.... Ο ξένος έγεινε αλλοιώτικος και στη στιγμή μια μεγάλη δίστομη μαχαίρα άστραψε στο δεξί του χέρι.

Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ' ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελλα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ' ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο-φρέσκο και πρόσχαρο.

Ναι, ο Φραγκούλας ήτο γέρος, και ημπορεί να ήτο σχεδόν ανίκανος, παράξενος, στραβός, μισοπάλαβος, αλλοίθωρος, αλλόκοτος και αλλόφρων. Τον είχε διώξει η γυναίκα του. Επί τινα χρόνον έμενεν εις ένα κατώγι, διά ψυχικόν. Επήγαινε με της βάρκες, εις ψάρευμα ή μικρούς ναύλους, αλλά συνήθως εξενυχτούσε στο κατώγι.

Φεύγουν τότες και πηγαίνουνε στα σπίτια τους να βάλουν τάρματά τους, ακολουθάει κι ο λαός από πίσω, να παν κι αυτοί ναρματωθούνε για τον πόλεμο. Ως τόσο ο Βασιλιάς κ' η Βασίλισσα κατέβηκαν, αν αγαπάς, στο κατώγι!

Επροσπάθει ατελώς να κατασκευάση μαχαίρια. Είχε μέγαν τροχόν εις την αυλήν, την σκεπαστήν από το μέγα χαγιάτι, και το κατώγι της οικίας σχεδόν το είχε μεταβάλει εις εργοστάσιον — κ' ετρόχιζεν όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιπαίδων, και όταν δεν είχεν άλλα να τροχίση, ετρόχιζε το ιδικόν του. Εφιλοτιμείτο να το κάμη δίκοπον, αν και εξ αρχής δεν ήτο ούτω σχεδιασμένον.

Τα μεγάλα γαλανά του μάτια γεμάτα καλωσύνη σαν πάντα. Το ήσυχο χαμόγελο, που χάραζε πάντα γλυκά στο πρόσωπό του, δεν του απόλειπε ούτε τώρα. Το σκοτεινό και βρώμικο κατώγι, έπαιρνε έτσι μια ημεράδα παράξενη, που έμοιαζε με καμαρούλα σπιτιού, που δευλεύουνε μέσα του πρόσχαρες γυναικούλες και χοροπηδούνε τρελλά παιδάκια.

Έφταιξα, ας με παιδέψη ο Νόμος. Τι να τηνέ κάνω τη ζωή; Είδα τη γλύκα της. Κι' αυτά που θα σου πω, πάρτα σαν παραμύθι. Έτσι για να τα θυμάσαι Τίποτ' άλλο... Ένα παραμύθι. Έδεσα τα χέρια μου και τον άκουγα. Είμαστε μοναχοί μας μέσα στο κατώγι Από το χαμηλό παραθύρι περάσανε δυο στρατιώτες, κυττάξανε μέσα μια ματιά και προσπέρασαν, σαν άνθρωποι συνειθισμένοι από τέτοια πράμματα.

Τούτο είπεν, διότι είδε τον ένα χωροφύλακα εξηγριωμένον, κρατούντα εις την χείρα φοβερόν μαστίγιον. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχήν εις τας ικεσίας της, αλλ' εξηκολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξιν του Μώρου. Παρεβίασαν το άσυλον, το κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιόν του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει διά να κρυφθή, και μόλις επρόφθασε να μανδαλώση την θύραν.

Τέλος ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε: — Είσαι ο σοφώτερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια, που είχαν ν' ανακατεύωνται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλωριά, άρματα για προφύλαξή του κι' ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε.

Δε μας έτρεφε το ξενοδούλι πια τώρα. Το κατώγι μας είτανε γεμάτο, τα κουκούλια μας έβγαζαν το μετάξι τους, ως και βαμπάκι δε μας έλειπε. Ως και σουσάμι, είχαμε για τις πήττες μας. Μα μένα με κρυφόδερνε μια στέρηση και μια λύπη που δεν έσωνε μήτε μετάξι μήτε σουσάμι να μου τη διώξη.