United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δύο «ταχτικοί», ήτοι χωροφύλακες, όπως εις τους χρόνους του υιού της, του Μώρουοπότε ούτος, προ δεκαπέντε ετών περίπου είχε σύρει εκ της κόμης επί του λιθοστρώτου της οδού την μητέρα του, και είχε μαχαιρώσει την αδελφήν τουίσταντο παραμονεύοντες, κυττάζοντες απλήστως προς την οικίαν. Η Φραγκογιαννού είδε και επείσθη ότι μέγας και επικείμενος κίνδυνος την ηπείλει.

Τούτο είπεν, διότι είδε τον ένα χωροφύλακα εξηγριωμένον, κρατούντα εις την χείρα φοβερόν μαστίγιον. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχήν εις τας ικεσίας της, αλλ' εξηκολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξιν του Μώρου. Παρεβίασαν το άσυλον, το κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιόν του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει διά να κρυφθή, και μόλις επρόφθασε να μανδαλώση την θύραν.

ΑΜΛΕΤΟΣ Χαίρομαι δι' αυτό· ένα κατεργαρόλογοαυτί μωρού κοιμάται. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Κύριέ μου, πρέπει να μας ειπής πού είναι το σώμα, και να έλθης μαζί μας εις τον Βασιλέα. ΑΜΛΕΤΟΣ Το σώμα είναι με τον Βασιλέα, αλλά ο Βασιλέας δεν είναι με το σώμα· ο Βασιλέας είναι ένα πράγμα ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ «Ένα πράγμα», Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Τιποτένιο· οδηγήσετέ με εις αυτόν. Κρύψου , αλωπού, και όλοι κατόπι σου.

Όλη η αγωνία της καρδίας του κατά την ύποπτον αυτήν πορείαν εξέσπασεν εις μανίαν. Υποπτεύει ότι ο Θανάσης κατεχράσθη την εμπιστοσύνην του, αποκρύψας το χρυσίον, και μαίνεται κ' εκ της μανίας δεν δύναται να αρθρώση λέξιν. Τότε μόλις εκ του νέου τούτου τρόμου συνήλθεν ο δειλός Θανάσης. Ο νέος φόβος απεδίωξε τον παλαιόν. — Θα τα πήραν τα χρήματα αι Νεράιδες! λέγει με αφέλειαν μωρού ανθρώπου.

Ας είν' καταραμένη! Τι έφταιξε κι αυτή. Έγεινεν ότι την έκαμεν η πρόληψις η ψεύτικη και της σκλαβιάς τα σίδερα, και η παληές ιδέες, και η τύφλωσις του νου, και του μωρού του κόσμου τα παινέματα... Κ ώ σ τ α ς. Ενώ εσύ, Μαρία, μεγάλωσες ένα παιδί, σαν ήρωα, ένα θριαμβευτή της πειό καλής, της πειό αληθινής ζωής, ένα λεβέντη ευτυχισμένο και γενναίο και σοφό.

Αυτή η γνώμη ήρεσε του Σαέδ, και ευθύς εμισεύσαμεν εις το παραθαλάσσιον. Θεωρούμεν εκεί ότι ήτον ένα πλοιάριον ενός ψαρά Μώρου, δεμένον εις ένα παλούκι· ημείς με ογληγωρότητα το λύομεν, και εμβαίνοντας μέσα εξεμακρύναμεν πολλά απ' εκεί, κουπίζοντας με δύο ξύλα· ευρεθήκαμεν εις πλατειάν θάλασσαν, και εχάσαμεν το νησί από τα μάτια μας πριν έλθη η νύκτα.

Α, ο Τζατσίντο διασκέδαζε εκεί πάνω και την είχε ξεχάσει και εκείνης της φαινόταν να κάθεται μαζεμένη στην άκρη μιας ερήμου, μπροστά σε έναν αντικατοπτρισμό. Ο Έφις βγήκε και της είπε: «Γιατί δεν διασκεδάζειςΕκείνη ταχτοποίησε πάνω στη σκούφια του μωρού την κίτρινη κορδελίτσα για το μάτι και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Για μένα όλα έχουν τελειώσει

Η κλαβανή ήτο σιμά εις τον βόρειον τοίχον, ο δε βόρειος τοίχος ήτο εν μέρει θεμελιωμένος εις τον βράχον, ο βράχος εξείχε, και παρείχε πάτημα εις τους πόδας του Μώρου τους γοργούς, και άλλας εσοχάς επί του τοίχου είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς διά μόνων των ποδών του. Επειδή φαίνεται ότι συνείθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής. Η σανίς της καταρρακτής ήτο κλειστή.

Προς τι όντα οποίος είμ' εγώ, θα σέρνωνται ανάμεσα ουρανού και γης; Όλοι είμασθε φανεροί κακούργοι· μη πιστεύης κανέναν από εμάς. Τρέχα, πήγαινε εις μοναστήρι. Πού είναι ο πατέρας σου; ΟΦΗΛΙΑ Εις το σπίτι. Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Κλείσετέ τον μέσα, διά να μην ημπορή να παίζη το πρόσωπο του μωρού αλλού παρά εις τα σπίτι του. Υγίαινε.

Εδοκίμασε να δώση μίαν κουταλιάν, εις τα χείλη του μωρού. Το μικρόν εγεύθη το ρευστόν, και μετά μίαν στιγμήν πάλιν το εξέρασε. Η λεχώνα εκινήθη επί της χαμηλής και στενής κλίνης. Φαίνεται ότι δεν εκοιμάτο καλά. Ήτο μόνον ναρκωμένη, και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Ήνοιξε τα όμματα, ανεσηκώθη δύο ή τρεις δακτύλους άνω του προσκεφάλου, και ηρώτησε·Πώς πάει, μάνα;