United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρύψου, τρελλέ, και κύτταζε τι γίνεταιτον κόσμον. και τότε μόνον να φανής, όταν η ψεύτρα φήμη που τ' όνομά σου το κακόν εξευτελίζει τώρα, πεισθή ότι 'πλανήθηκε και σε καλέση 'πίσω. — Απόψε ό,τι κι' αν συμβή, ο βασιλεύς γλυτώνει. Πρόσεχε τώρα. Προσοχή! Εν τω μεγάρω του Γλόστερ. Μη χάνεις καιρόν· πήγαινε να εύρης τον άνδρα σου, Δείξε του αυτό το γράμμα.

Κρύψου, Τύχη, αισχρή γυναίκα! και, Θεοί, σεις όλοι αντάμα πάρτε αυτής την εξουσίαν, και τ' αδράχτια του τροχού της σπάστε ομού και το στεφάνι, και από τ' ουρανού την άκρην τ' ολοστρόγγυλο φανάρι εις τα Τάρταρα κυλήστε κει 'πού κλειούνται οι κολασμένοι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τούτο είναι πολύ μακρύ.

Μην είνε Λάμια του γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα; Μην είνε του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης;... Κόφτ' η φλογέρα τον ηχό κι' ο νηός ορθός φωνάζει: — Αν είσαι του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης, Γύρνα και κρύψου 'ςτής σπηλαίς και κρύψου 'ςτά νερά σου, Και μη πατάς τον τόπο μου, μην έρχεσαιεμένα, Γιατ' έχω γκόλφι και σταυρό, κι αγάπη 'ςτήν καρδιά μου. — Δεν είμαι Λάμια τον γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα, Ούτε και του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσις, Μόν' είμαι η πρώτη αγάπη σου κ' αγάπη σου η αιώνια.

Ω! Η φρικτή μορφή σου εις μιαν γυναίκα φαίνεται ακόμη φρικτοτέρα! ΓΟΝΕΡ. Ανόητε! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Κρύψου καλά! Μη προδοθής τι είσαι· Μη λάβης σχήμα τέρατος! — Αν ήθελα ν' αφήσω αυτά τα χέρια την φωνήν του αίματος ν' ακούσουν, θα 'ξέσχιζαν την σάρκα σου από τα κόκκαλά σου! Αλλ' έχεις σχήμα γυναικός. Αυτό σε προστατεύει, κι' ας είσαι δαίμονας! ΓΟΝΕΡ. Να δα! Τι άνδρας οπού είσαι! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι νέα;

Το ξέρω συ πως μ' αγαπάς, και τώρα ίσως θ' απορής πούρθες στην πόρτα να με βρης. Έλα κοντά, και δώσε μου το στόμα το γλυκό σου. ΝΕΑΝΙΑΣ Α μπα: φοβάμαι, μάτια μου τον αγαπητικό σου. Α' ΓΡΑΥΣ Ποιόν; ΝΕΑΝΙΑΣ Α, τον ενδοξότερο απ' όλους τους ζωγράφους. Α' ΓΡΑΥΣ Ποιόν; ΝΕΑΝΙΑΣ Που στολίζει τα σταμνιά που βάζουνε στους τάφους! Κρύψου λοιπόν να μη σε ιδή στην πόρτα, πως κατέβης

της γης τα βάθη κρύψου, Έχεις τα κόκκαλα στεγνά, το αίμα παγωμένον, είν' άψυχα τα μάτια σου αυτά που με κοιτάζουν ακίνητα! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Είναι αυτό συνειθισμένον πράγμα, αγαπητοί μου άρχοντες· δεν είναι τίποτ' άλλο· αλλά την ευχαρίστησιν χαλνά της συντροφιάς μας. ΜΑΚΒΕΘ Άνθρωπος ό,τι κι' αν τολμά, τολμώ!

Και από στιγμής εις στιγμήν εσκέπτετο ότι δεν ηδύνατο αυτός να μετρηθή με τον Καίσαρα της Ρώμης, και ότι το έργον τούτο μόνος ο Χριστός ηδύνατο να συμπληρώση . . . Εκείνοι, περιστοιχίζοντες αυτόν εις κύκλον επί μάλλον στενώτερον, επανελάμβανον με φωνήν ικετευτικήν: — Κρύψου, ραββί, και σώσε μας από την δύναμιν του Θηρίου!

Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μαννούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θάρθη θάρθη η ώρα σου... Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα. Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήση απ' άλλο, πιο μαύρο δρόμο.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Σήκω· ‘ς την θύραν μου κτυπούν κρύψου, Ρωμαίε, κρύψου. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν θα κρυφθώ· εκτός εάν τ' αναστενάγματά μου μου κάμουν γύρω καταχνιάν και κρύψουν το κορμί μου. Τι πράγματ' ασυλλόγιστα! — Ήλθα, αμέσως, ήλθα. Ποιος κτυπά; ποιος είν' εκεί; ποιος σ' έστειλε; τι θέλεις; ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έξωθεν. Να έμβω πρώτα, κ' έπειτα σου λέγω το τι θέλω. Η Ιουλιέτα μ' έστειλε. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω! τότε καλώς ήλθες!

Περίμενε τουλάχιστον μερικές ημέρες. Κρύψου κάπου μέχρις ότου μάθης πώς μου φέρεται ο Βασιληάς, στο θυμό του ή την καλωσύνη του. Είμαι καταμονάχη. Ποιος θα με υπερασπιστή κατά των προδοτών; Φοβάμαι. Ο δασοφύλακας Όρρι θα σε κρατήση μυστικά, στο ερειπωμένο κελλί του όσο χρειαστή: πήγαινε ως εκεί τη νύχτα. Θα στείλω τον Περινίς να σε ειδοποιήσω αν κανείς με κακομεταχειρίζεται.