United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΥΣ. Όχι, αλλά έλα τώρα να πιούμε• ας πιή και η Πυθιάς μαζή μας, διότι είνε δίκαιον να λάβη και αυτή μέρος εις τας σπονδάς. ΙΟΕΣ. Ας μείνη. Αλλά τι έπαθα εξ αιτίας σου, λεβέντη Πυθία. ΠΥΘ. Εγώ όμως πάλιν σας εσυμφιλίωσα, ώστε μη θυμώνης μαζή μου. Πρόσεξε όμως, Λυσία, μην πης σε κανένα για τα μαλλιά μου. Λεόντιχος, Χηνίδας και Υμνίς.

Κι' αφού με λάδι τρίφτηκαν, λουσμένοι και τριμένοι καθήσανε ψωμί να φαν, και της θεάς μοσκάτο στάζουν κρασί που κένωσαν γιομάτη από κροντήρα. Κι' απ' του λεβέντη Τιθωνού την αγκαλιά η Αβγούλα σηκώνουνταν να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους· κι' έστειλε ο Δίας στα γοργά καράβια την Αμάχη φριχτή, που πολεμόσκιαχτρο στα χέρια της βαστούσε.

Παρέκει τον Τληπόλεμο, άντρα τρανό λεβέντη, και γιο του Ηρακλή, η σκληρή τον στέλνει μοίρα απάνου στο Σαρπηδό που με θεούς να μετρηθεί μπορούσε.

Κι' ο ένας βρήκε, ο Σαρπηδός, κατάμεσα τη γούβα, και διάβηκε ο πικρός χαλκός τη σάρκα ως πέρα πέρα, και μάβρη νύχτα ανήλιαγη του σκέπασε τα μάτια. Ο άλλος στο ζερβύ μερί τον λάβωσε, κι' η μύτη 660 ως κολλητά στο κόκκαλα σα λυσσασμένη πήγε· όμως ακόμα απ' τη σφαγή τον γλύτωσς ο γονιός του. Και το λεβέντη Σαρπηδό οι θεϊκοί συντρόφοι τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή.

Με μόνη την ελπίδα πως ίσως κ' η κοπριά που σήμερα μανιτάρια μονάχα μας θρέφει, βγάλη και θρέψη το μεγάλο το βαθιόρριζο, το μυριόκλωνο το δέντρο που θα μας σκεπάση με τον καλορρίζικό του τον ίσκιο. Το Λεβέντη, που θα προβάλη μια μέρα από το παλάτι εκείνο και θα μας πη: «Το έθνος έκαμε λάθος θανάσιμο τότες που θάρρεψε πως τον αποτέλειωσε τον προορισμό του.

Έχω γυναίκα ωμορφονιά, κ' είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα Όλον τον κόσμο αρώτησα κι' όλος ο κόσμος μου είπε, Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλιΈλα 'ςτό κάστρο μου ψηλά να λούσω το κορμί σου, Με μόσχο, με ροδόσταμμα. λεβέντη, να σ' αλείψω.

Και τότε ο πολεμόχαρος Μενέλας σαν τον είδε που τρανταχτά δρασκέλιζε ολόμπροστα απ' τους άλλους, χάρηκε σάμπως λέοντας που βρίσκει ένα μεγάλο κόματο, ή διπλοκέρατο ζαρκάδι ή αγριογίδι, πεινώντας· τι μ' απόφαση το χάφτει κι' αν ακόμα 25 τον διώχνουν τα γοργά σκυλιά κι' οι νιοι οι παλικαράδες· έτσι ο Μενέλας χάρηκε σαν είδε το λεβέντη Αλέξαντροτι είπε στο νου «θα γδικιωθώ τον κλέφτη!» — και χάμου αμέσως πήδηξε με τ' άρματα οχ τ' αμάξι.

Χαρά 'στη χήρα πώκαμε την τέτοια θυγατέρα, Χαρά και 'ςτό μικρό χωριό οπού την καμαρώνει, Χαρά 'ςτόν κι όποιος την χαρή και την κορφολογήση! Ο Μήτρος την αγνάντεψεν απ' τα βουνά του απάνω Και ροβολάει γλήγορα και 'ςτό στρατί την πιάνει. — Ώρα καλή σου, Αναστασιά. — Καλώς τον τον λεβέντηΚόρη, για δος μου φίλημααυτά τα μαύρα μάτια.

Γυναίκα αν θέλης δος μου Την κόρη σου. Είχε ο Βασιλιάς του γάμον του βλαστάρι Μιαν θυγατέρα μοναχή, της χώρας του καμάρι, Κι' από καιρόν ο ωμορφονιός την κόρη του αγαπούσε, Κρυφά τον ωνειρεύονταν κι' αυτή και τον ποθούσε. Όμως δεν ήτον βολετό του θρόνου αυτή βλαστάρι Άντρα τον πρωτομάστορα των γεφυριών να πάρη. Δίνει το λόγο ο Βασιλιάς. — Λεβέντη, τόνομά σου; — Με λεν Μανόλη, Βασιλιά,

Αι, πως σου φαίνεται; Είχα δίκιο ή όχι; Είδες τέτοιο λεβέντη εσύ ποτέ σου; Δέσπω. Καλός κι' άγιος μου φαίνεται, Κωσταντή μου. Αν το ρωτάς όμως αυτό για την Αρετούλα, σα δύσκολο το βλέπω, ν' αφήση μαθές τη Βαβυλώνα και τις αρχοντιές του και νάρθη να φυλακιστή στο χωριό μας. Κωστ. Νάρθη και να φυλακιστή!