United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι περνούσε όλον τον καιρό του, δρασκελώντας βράχους και γκρεμνά, και δεν ήτανε τόπος στο μεγάλο του βασίλειο, που δεν τον ήξερε, δεν ήτανε κορφή που δεν την είχε πατημένα, δεν ήτανε λόγγος που δε χάρηκε τον ήσκιο του, δεν ήτανε ρεματιά που δεν τον δέχτηκε κι' ακρογιαλιά που δεν τον είδε. Τόμορφο βασιλόπουλο ήτανε βασιλιάς αληθινός στο βασίλειό του.

Μα στάσου εδώ κι' ανάσανε, κι' αφτόν εγώ παγαίνω και σου τον πείθω ατρόμητα να σ' αντικρύσει τώραΕίπε, κι' αφτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του. και στέκει απάς στο στομωτό ακουμπισμένος φράξο. 225

Ο Τριστάνος κράτησε αυτά τα λόγια και χάρηκε. Αλλά ο Αντρέ ο προδότης άρχισε κι' όλα ν' ανησυχή. Ξανάβαλε τη Βασίλισσα στη σέλλα, κι' η πομπή απεμακρύνθη. Λοιπόν ακούστε μια κακή περιπέτεια, Άρχοντες.

Η Ζωηδία πρόσταξε και πήραν το ζεμπίλι του βαστάζου που χάρηκε πολύ όταν ξελάφρωσε από το βάρος και τον πλήρωσαν ικανοποιητικότατα. Αλλά ο βαστάζος δεν έφευγε και η Ζωηδία τον ρώτησε αν ήταν δυσαρεστημένος από την πληρωμή. «Κυρά μου» απάντησε «ήδη μου δώσατε πολλά και φοβάμαι ότι το παρατραβώ που δεν φεύγω αμέσως. Αλλά συγχωρήστε με, τα έχασα που τόσο όμορφες γυναίκες ζουν μόνες τους.

Είπε, κι' ο γέρος χάρηκε και τ' απαντάει διο λόγια 424 «Δε μετανιώνει ο άθρωπος ποτές του αν τιμημένα 425 προσφέρνει δώρα στους θεούς, τι δα — η καλή του η ώρα! — κι' ο γιος μου μες στον πύργο μας ποτές δε λησμονούσε τους τρισμακάριστους θεούς π' απ' τα ουράνια βλέπουν, και δες, του το μνημόνεψαν και σαν τον βρήκε ο χάρος.

Κι' άμα τους είδε, χάρηκε με την καρδιά του ο γέρος, και πήγε και τους θάρρυνε μ' έναν καλό του λόγο 190 «Έτσι φυλάτε, ορές παιδιά, και μη σας πιάνει η νύστα 192 τα μάτια εδώ, μην πέσουμε στα νύχια των οχτρώνε

Η ίδια η Ελένη εγκαινίασε το θεμελίωμά της. Και σα συμμάζεψε τους λίγους Χριστιανούς του τόπου και τους προστάτεψε, ξεκίνησε με τον Τίμιο Σταυρό νανταμώση το γιο της. Λέγουν πως είταν πολύ συγκινητικό ταντάμωμα εκείνο, και λαμπρές οι τιμές που της έκαμε ο Βασιλέας της άγιας του μάννας. Δεν τηνέ χάρηκε όμως πια τώρα πολύν καιρό. Μερικούς μήνες κατόπι , απέθανε η Ελένη ογδόντα χρονών.

Τα λόγια που σου έλεγα τότες, πες μου, χρυσό μου, και σήμερις ακόμη και την ώρα αφτή που σου γράφω, δεν κελαδούνε μέσα στην καρδιά σου, σαν πουλάκια γλυκά; Το χάρηκαν της Χιός τα βουνά, το χάρηκε ο κόσμος, το τραγούδι της αγάπης που έκαμα, φως μου, για σένα. Μήπως το ξεχνάς; Όταν είσαι μακριά, παρηγοριά δεν έχω. Αναστέναζα και σε ζητούσα στο Πυργί· αναστενάζω και σε ζητώ στη Σαντορίνη.

Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή! Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά.

Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωτοκαπετάνιος, 255 κι αμέσως είπε φιλικά του Δομενιά δυο λόγια «Εσένα απ' όλους, Δομενιά, τους Αχαιούς πιο πρώτα στον πόλεμο εγώ σε τιμώ και στις δουλιές τις άλλες, και στο τραπέζι όταν κρασί αρχοντικό φλογάτο οι προεστοί νερώνουμε μες στο βαθύ κροντήρι. 260 Ναι μεν, κι' οι άλλοι πρόκριτοι θα πιουν το ταχτικό τους, μα εσένα πάντα ξέχειλο σου στέκει το ποτήρι, σαν το δικό μου, για να πιεις άμα ορεχτεί η καρδιά σου.