United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και σ' όλων την καρδιά ξυπνάει του θρήνου πόθο, κι' όλοι θρηνούσανως που πια το χαραμέρι πήρεγύρω στο έρμο λείψανο. Ωστόσο ο Αγαμένος μουλάρια κι' άντρες πρόσταξε απ' τις πλαγιές ολούθες ξύλα να παν να φέρουνε· κι' ορίζει κεφαλή τους βλάμη τ' αφέντη Δομενιά, τον αρχηγό Μηριόνη.

Την αρχοντιά φοβέριζε θα πνίξη, δε σεβάστηκε μήτε το θεό, και το πιο μέγα: τόλμησε να γγίξη το σεβαστό όνομά σου το τρανό. Πρόσταξε, βασιλιά, τι θες να γίνη.» «Να κρεμαστή», με μια είπανε φωνή οι τριγύρω στο ρήγα καθισμένοι, μα σκυμμένος ο ρήγας δε μιλεί. Ένας αλήτης απ' αυτούς που ζούνε κεντώντας και συμπώντας το λαό όσα έχει απ το θεό να μη του αρκούνε και του κηρύττουν άγριο σηκωμό,

Σα να τους κατάλαβε ο Ιουλιανός τους Αρειανούς, επειδή σύγκαιρα πρόσταξε να μεταγυρίσουν όλοι οι ξορισμένοι Επισκόποι, και μαζί τους εννοείται κι ο Αθανάσιος. Έπεφτε λοιπόν ο Καππαδόκης κι άφινε το θρόνο στο γνωστό μας Φωστήρα της χριστιανοσύνης. Μόλις όμως ήρθε το βασιλικό διάταγμα και παίρνουν το Γεώργιο, τον αλυσοδένουν, και τονέ σέρνουνε στη φυλακή.

Ω βασιλέα υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να πιστεύσης τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού είναι αυτοί οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου απεκρίθη, ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους σου να έλθουν μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ.

Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη, κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι, 'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα, έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους· τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225 και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε· «Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη. εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230 ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι· οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουντα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα, θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235 τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων, και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία έξω, αλλ' αυτούτα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις. κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240 με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».

Ο Ιμίν πασάς αφορμή γύρευε· και στέλνει διαταγή να κάμουν σουργούνι πέντε αρχόντους των Γιαννίνων, τον κυρ Δημητράκη Αθανασίου, τον κυρ Νικολάκη Τζίνη και τον κυρ Σπύρο Γγκούμα στα Μπιτώλια, το κυρ Δημήτρη Δρόσο και τον κυρ Γιαννάκη Νάγιου στο Πρεμέτι, και πρόσταξε να ξετάζουν τες δύο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη στο Δεφδερδάραγά του που έστελνε εξεπιτούτου στα Γιάννινα.

Κι' αφτός τους γιους του πρόσταξε να βγάλουν τα μουλάρια με στέριο κάρο, και κουτί απάνου ναν του δέσουν. 190 Απέ στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, πλατιά κεδρένια, που σωρούς πολύτιμα χωρούσε.

Πρόσταξε να έλθη εδώ η Δηλαρά και αν μεν βεβαίωση εκείνο που λέγει αυτός ο κακοποιός, εγώ το ευχαριστούμαι να μη την γυρέψω πλέον διά γυναίκα μου, ειδεμή ωσάν ψεύτην να τον παιδεύσης.

Λοιπόν όχι σκλάβους μονάχα, μα κ' ευνούχους κι αρχιευνούχους μάζεψε, και σατραπικά μεγαλεία τα γέμισε τα Βυζαντινά του παλάτια. Με παρόμοια ασιατική μεγαλοδωρία πρόσταξε να μοιράζεται στους κατοίκους κι ο φόρος πούδινε σε σιτάρι η Αφρική και που τονέ χαίρουνταν ως τα τότε η Ρώμη. Άλλο τώρα δεν έμνησκε παρά τόνομα της νέας πρωτεύουσας. Ονομάστηκε λοιπό Νέα Ρώμη και Κωνσταντινούπολη.

Έχει φαρμάκι αυτό το αίμα, και σε καίγει καθώς ταγγίξης. Μα φοβούμαι μήπως εκείνο σαγγίξη, και σε λυπούμαι, γιατί πρέπει μέσα σου νάχης ρωμαίικο αίμα και συ. Τι σου φταίγω ως τόσο! Δικό σου είναι το αίμα μου, και σου τόστελα. Πες τώρα κανενός να τα πετάξη αυτά τα χαρτιά στη θάλασσα. Ναι, έτσι, με τη μασιά να τα πιάσουνε. Τι; τους καίνε πάλι; Μην απελπίζεσαι. Πρόσταξε φωτιά να τους βάλουν.