United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσυζητήσαμεν πολύ· του επολέμησα μ' επιμονήν τας ιδέας και κατώρθωσα να του αποσπάσω την ομολογίαν ότι αυτά είνε εκ των ανεξήγητων. Προφανώς η αράχνη και τα κέρατα του ετάραξαν πολύ τους φιλοσοφικούς κύκλους! Καλό κι' αυτό. — Και πώς τα πάμε, Σοφοκλή; — Ωραία, εξαίρετα! — Και σαντί δουλιές έχομε τώρα στο χέρι; — Πολλές και διάφορες.

Εσύ τις γλυκοπόθητες κοίτα δουλιές του γάμου, κι' άφισ' τα αφτά στης Αθηνάς τα χέρια και στον Άρη430 Τέτια μιλούσανε οι θεοί ανάμεσό τους λόγια.

Μα αυτοί είναι κακοί κυνηγοί κ' έχουνε σκυλιά κακογυμνασμένα, που τρέχοντας πολύ και γαυγίζοντας δυνατά έδιωξαν τα γίδια από τα όρη και τους κάμπους κατά τη θάλασσα, σαν λύκοι. Μα θα μου ειπούν: έφαγαν τη λιγαριά· βέβαια, αφού δε βρίσκανε στην αμμουδιά χορτάρι ή κουμαριά ή θυμάρι. Μα χάθηκε το καΐκι από τον άνεμο και τη θάλασσα· αυτά όμως είναι του χειμώνα δουλιές κι όχι των γιδιών.

Έτσι είπε κι' έφυγε, κ' αφτού τον άφισε μονάχο 35 μ' ελπίδες μέσα στην καρδιά που να γενούν δεν είταν. Έλεγε τάχα πως θα μπει μονήμερα στην Τροία... τυφλός! και δε φαντάζουνταν σαν τι δουλιές ο Δίας λογάριαζε.

Κι' η Ήρα τον είδε κι' ένιωσε βουλές πως σκάρωσε μαζί του η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου, κι' εφτύς με λόγια αγγιχτικά να του μιλάει αρχίζει «Με πιόν, μαργιόλε, απ' τους θεούς είχες κουβέντες πάλι; 540 Πάντα αγαπάς, σα βρίσκουμαι μακριά, ν' αποφασίζεις κρυφά από μένα, και ποτές δε βάσταξε η ψυχή σου νάρθεις μονάχος να μου πεις μια λέξη απ' τις δουλιές σου

Κι' αφτός πηδά απ' τον ύπνο κι' άδιο το μέρος βλέποντας πούστεκαν πριν τα ζώα, 520 και τα παιδιά που σπάραζαν λαβωματιές γιομάτοι, ωχού, είπε, του τον έσφαξαν τον γκαρδιακό του βλάμη. Και βούηξε απ' την ταραχή κι' απ' τις φωνές ο κάμπος πούτρεχε ο κόσμος· κι' έβλεπαν δουλιές φαρμακωμένες που οχτροί ήρθαν νύχτα κι' έκαναν και τόστριψαν κατόπι. 525

Στ' όνειρό μου οι Νύμφες μου διηγήθηκαν τα χτεσινά σου δάκρυα και με προστάξανε να σε σώσω, μαθαίνοντάς σε τις δουλιές της αγάπης. Κι αυτές δεν είναι φιλήματα κι αγκαλιάσματα κι όσα κάνουν τα κριάρια κ' οι τράγοι· άλλα πηδήματα είναι αυτά και πιο γλυκά από κείνα, επειδή έχουνε γλύκα για περισσότερο καιρό.

Τότες βαριά στενάζοντας της είπε ο γιος του Κρόνου «Κακές, πολύ κακές δουλιές μ' ανοίγεις με την Ήρα, και σύχυσες, σα με κεντάει με τα πικρά της λόγια· που κι' έτσι εκείνη αδιάκοπα μπρος στους θεούς μαλώνει 520 και μου φωνάζει πως βοηθάω τους Τρώες στους πολέμους. Μόνε τραβήξου τώρα εσύ μήπως σε νιώσει η Ήρα, κι' εγώ θαν τα φροντίσω αφτά να γίνουνε.

Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν. — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία.

Μήτε με κόρη του παντριές δε θέλω, κι' αν ακόμα παράβγαινε με τη χρυσή στην ομορφιά Αφροδίτη και σε δουλιές κι' αργόχερα θεά Παλλάδα αν είταν, 390 μήτε έτσι δεν την παίρνω εγώ, μον άλλονε ας γυρέψει, όπιος του πάει κι' είναι άρχοντας καλύτερος μου εμένα. Τι δα αν με σώσουν οι θεοί και φτάσω ως στην πατρίδα, ας είναι ο γέρος μου καλά κι' αφτός μου βρίσκει νύφη.