United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τίμια και τιμημένη, που ήταν μες το χωριό η πανώρια η Αριστούλα, ήταν των κοριτσιών η ζήλια, για την προκοπή της και την ασύγκριτή της ομορφιά. Καμάρι ήταν τω λεβέντηδων ατίμητο, για τη μεγάλη της σεμνότη και τη φρονιμάδα της. Από μικρή και από άφαντη παιδούλα, πατέρα δεν εγνώρισε η άμοιρη. Απόμεινε ορφανή, εκείνη κι απομόναχη, με τη μανούλα της την ακριβή.

Πολύ έφκολα μπορούμε στο Παρίσιθα είναι βέβαια το ίδιο και στη Γερμανίανα δίνουμε σημείωση στο Σύλλογο για τον τρόπο που θα σπουδάζουν οι νέοι, για τον πόθο τους και την προκοπή τους.

Τα λόγι' αυτά τ' αντριωμένα της Βασίλως τον εζεμάτισαν το Λάμπρο, κι ανατινάχτηκε αδάκρυτος από τον τόπο του, σα λαβωμένο λάφι. — Να φύγουμε, είπε, να φύγουμε. Δεν είν' άλλη προκοπή, δεν είν' άλλο σελιαμέτι. Να νυχτώση και να φύγουμε. Τοίμασε, Βασίλω, να φορτώσουμε. Ό,τι να φορτώσουμε στο ντουρί και να φύγουμε. Νύχτωσε.

Και απήντησε σχεδόν αμέσως·Όσο γι' αυτό, χάρη μου κάνεις, κυρά. Δεν είνε προκοπή απ' το παιδί. Ουδέ το ψωμί του δεν βγάζει. Ας πάητο καλό.

Δε βαστάω πια την ξενιτειά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλληκάρια και παλληκάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιος και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, ταγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους.

Ακολούθως βλέπουσα ότι ο γαμβρός της, ο προκομμένος, δεν επήγαινε καλά εις τας υποθέσεις του, ότι είχεν αναγκασθή να πωλήση την πατρικήν οικίαν και να γείνη αγρομερινός, απεφάνθη·Δεν θα κάμης προκοπή, θυγατέρα. Επόμενον ήτο. Δεν είνε μικρόν πράγμα αυτό, να πάρης την τύχην της ορφανής, για να παντρευτής του λόγου σου. Αλλά πώς να κάμουμε πάλι; Πώς να ζήση κανείς; Ζωή είνε αυτό, πόλεμος είνε.

Κι' όποιον τούτος να σηκόση, Πλιό ο χάρος να σκοτόση, Νους να μη το φανταστή Μον η άκρα του σοφία, Κάθαρσι, φλεβοτομία· Έχει για άμαρτα κοινά. Και μ' αυτά πρωταρχινάει, Κάθε πάθος κυνηγάει Σταθερός παντοτινά. Του Ματζούκα μας την πράξι Πιος ειν' άξιος να ξετάξη, Ή την άλλη προκοπή!

Ω! πρόσεχε, και δυστυχείς οι τέτοιοι αποθνήσκουν. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, κ' η νύμφη περιμένει ‘ς τον θάλαμόν της ν' αναβής να την παρηγορήσης. Αλλά ξεκίνησ' απ' εδώ προτού να ξημερώση, ειδέ θα ήν' αδύνατον ‘ς την Μάντουαν να φύγης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Βοήθειά μου ο Θεός! Ως που να ξημερώση να μείνω ήθελα εδώ, ν' ακούω τέτοια λόγια. Τι θα ειπή η προκοπή! — Αυθέντα μου, πηγαίνω να της ειπώ πως έρχεσαι.

Και είδες σε μιαν οικογένεια, σαν όλοι είναι γεροί και δουλεύει ο καθένας, πόση ευτυχία και πόση χαρά βασιλεύει, και τι προκοπή; Ο καθένας ξέρει τη θέση του, δε λαθεύει, και βοηθεί και τους άλλους.

Όταν οι κοινότητές τουοι πολιτείες και τα χωριά τουέχουν υγεία, δουλειά και προκοπή, κοίταξε πως προκόβει και το έθνος όλο. Όταν πάλε οι κοινότητές του είναι αρρωστιάρικες, και οι άνθρωποι μισοδουλεύουν, δεν είναι ευχαριστημένοι, γκρινιάζουν, παραπονιούνται, μαλλιοτραβούνται, και γίνονται κόμματα, κοίταξε το έθνος όλο πως παραλεί και στενοχωριέται και δε σαλεύει πια.