United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν ήτον κοντή και χωρίς μέση: «Τι κουβάρι είν' τούτο, μαθές; πώς δεν την εξεδίπλωσε η μάννα της; ...» Αν ήτον καμμιά ψηλή κ' άγαρμπη: «Δε σας φαίνεται σα μανάλι με τη λαμπάδα σπασμένη.... που το πάει ο μπάρμπ' Αναγνώστης μπροστά απ' τον παπά, που θα πη το «Σοφία, ορθοί»; Αν επερνούσε κανένα ψηλό υποκείμενο: «Νύχτωσε, και δεν πρόφτασε να χτίση άλλο μισό.

Και σαν πώς να είναι αφτό μας το καπελλάκι; Όμορφο πολύ και πολύ απλό, γιατί πρέπει να πούμε κι άλλο ένα στις κυρίες· όσο πιο πολιτισμένος, όσο πιο καλλιεργημένος είναι κανείς, όσο πιο ξεβγενισμένος ο νους του, τόσο περισσότερο θέλει απλή γλώσσα και τέχνη απλή. Νύχτωσε και τρέχει το βαποράκι. Κάθουμαι στο κατάστρωμα κι αποχαιρετώ την Αθήνα.

« Ήλθε η ενάτη τ' Απριλιού, » Σάββατο το Μεγάλο, » Ξημέρωσε και 'νύχτωσε, » — Νύχτωσε κ' η ζωή μου. — » Πήγα τον Όρθροτο ναό, » Κάμνω την προσευχή μου, » «Χριστός Ανέστη» άρχισα « Με τους πιστούς να ψάλλω.» « Χριστός ανέστη! έψαλλα, » Και πάντα με το νου μου. » Αναστηθήτω η Ελλάς! » Ευχόμουν.

Ποιος ξέρει πού ταξιδεύει; Ταξίδι χωρίς μπούσουλα... — Δεν είπε μαθές τίποτα στο σπίτι του, σαν έφυγε; Δεν το πήρατε χαμπάρι το τι μελετούσε; ρώτησε κάποιος απ' την παρέα. — Τι να πη; αποκρίθηκε βαριεστισμένος ο Μιχαληός. Τρελλός άνθρωπος τι να πη;... Μοναχός μου τον πήγα ψες στο σπίτι, του, που πάλαιβε με τα σκυλιά των καϊκιών. Σαν νύχτωσε, σηκώθηκε στο πόδι.

Τα λόγι' αυτά τ' αντριωμένα της Βασίλως τον εζεμάτισαν το Λάμπρο, κι ανατινάχτηκε αδάκρυτος από τον τόπο του, σα λαβωμένο λάφι. — Να φύγουμε, είπε, να φύγουμε. Δεν είν' άλλη προκοπή, δεν είν' άλλο σελιαμέτι. Να νυχτώση και να φύγουμε. Τοίμασε, Βασίλω, να φορτώσουμε. Ό,τι να φορτώσουμε στο ντουρί και να φύγουμε. Νύχτωσε.

Είναι έν φάσμα νύκτιον. Είναι υπνοβασία. Όνειρον είναι η τρυφερά Των νέων φαντασία! Των ηδονών αντίληψις Είναι σφοδρά, θερμή!... Εις σας! νεάνιδες, εις σας! ω τρυφεραί παρθένοι, Αφιερώ το έργον μου αυτό, το Ποίημά μου. Δέξασθε, ω ωραίαι μου, αυτό· και τ' όνομά μου, Πάντοτε ανεξάλειπτοντο στόμα σας ας μείνη!. . . Κ. Δ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗΣ Νύχτωσε ο Μάρτης· κ' έφεγγε Του Απριλιού η πρώτη.

Τα λόγι' αυτά τ' αντριωμένα της Βασίλως τον εζεμάτισαν το Λάμπρο, κι ανατινάχτηκε αδάκρυτος από τον τόπο του, σα λαβωμένο λάφι. — Να φύγουμε, είπε, να φύγουμε. Δεν είν' άλλη προκοπή, δεν είν' άλλο σελιαμέτι. Να νυχτώση και να φύγουμε. Τοίμασε, Βασίλω, να φορτώσουμε. Ό,τι να φορτώσουμε στο ντουρί και να φύγουμε. Νύχτωσε.

Ψηλά σε κορφοβούνι Μάγισσαν κόρην απαντάω απάν' το βράδυ βράδυ. — Μάγισσα, ποιο είνε το στρατί, ποιο είνε το μονοπάτι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω; — Διαβάτη μου κι' ωμορφονιέ, είνε μακρυά η πηγή του. Νύχτωσε τώρα πού θα πας στην ερημιά μονάχος; 'Στήν αβρετή μου τη σπηλά πέρνα την νύχτα απόψε, Και με χάραμμα ταχιά σου δείχνω εγώ τον δρόμο.

Ιωάννου του Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είνε επιθυμητή. — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί θα νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη. — Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα- Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως που να βγη το φεγγάρι...

Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;