United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στραφείς, μετά σπασμωδικώς κινουμένων χειλέων, προς τον περί ου ελάλει, — Σε προστάζω, τον είπον, να μη ξαναπατήσης εις το σπίτι μας! — Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου, μετ' απερίγραπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ' ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελλός ο καϋμένος!

Ο ταύρος αφήκε μακρόν μυκηθμόν, εσηκώθη και αυτός, ετίναξε τα μέλη, και στραφείς ήρχισε να ανέρχηται το ρεύμα, επιστρέφων εις την στάνην του Θεοδόση, ως έκαμνε καθημερινώς, όταν δεν είχεν εργασίαν.

Παιδιά, είπεν ούτος έξαφνα, στραφείς προς τας διαφόρους ομάδας των ανελκυστών και των βουτηχτών, τα πλιάτσκα μας, βλέπετε, είνε τέτοιας λογής, που το ένα είδος το σίδερο, είνε φτειασμένο για να σπάζη το άλλο είδος, τα πιάτα. Το λοιπόν, δεν μπορούν να κάμουν εύκολα χωριό, τα δύο μαζί. Είνε ανάγκη να τα ξεχωρίσουμε.

Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;

Όλα τα μικροκάικα συγχρόνως, τα οποία ήσαν αραγμένα, ήρχισαν να χορεύουν ατάκτως, το έν μετά το άλλο σαλευόμενα επί των κυμάτων, χορόν παράδοξον και θαλασσινόν, θαρρείς και κάποιος αόρατος παιγνιδιάτορας τα εξηρέθισεν εις συρτόν παράδοξον. Εις μίαν στιγμήν ο άνεμος στραφείς έστρωσεν εις τον σιρόκον.

Ο κυρ-Μαργαρίτης, είχεν αρχίσει να τρίβη τας χείρας και κάτι εφαίνετο σκεπτόμενος. Τώρα, τι τα θέλεις, είπε στραφείς προς την γραίαν· οι καιροί είνε δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Να το πάρω, να σου το εξαργυρώσω, ξέρω πως είνε σίγουρος ο παράς μου, ξέρω αν δεν είναι και ψεύτικο; Από κει κάτω, απ' τον χαμένον κόσμον, περιμένεις αλήθεια; Όλαις η ψευταίς, η καλπουζανιαίς, από 'κεί μας έρχονται.

Η Αυγούστα Ποππέα μου έκαμε παράπονα, κατηγορούσα αυτήν ότι έκαμε μαγείαν κατά του θυγατρίου μας εις τους κήπους του Παλατινού. — Αλλ' εγώ παρετήρησα εις τον Τιγγελίνον, ότι οι θεοί δεν υπόκεινται εις μαγείαν. Ενθυμείσαι, ω θείε άναξ, ότι εταράχθης, και συ αυτός έκραξες ότι είχον δίκαιον; — Ενθυμούμαι. Είτα στραφείς ο Καίσαρ προς τον Βινίκιον είπε: — Την αγαπάς όσον λέγει ο Πετρώνιος;

Μόλις επάτησεν εις τα άγια χώματα, ο ορεινός απεμακρύνθη ολίγα βήματα, και στραφείς κατά τον αιγιαλόν, εστάθη μεταξύ ενός βράχου κ' ενός θάμνου, και προσβλέψας βλοσυρώς προς τον μπάρμπ’-Αλέξην, όστις απεμακρύνετο σιωπηλός από της ακτής, επρότεινε και τους δύο γρόνθους την φοράν ταύτην, σείων απειλητικώς την κεφαλήν και κράζων·Αχ! καραβά! Αχ! βρε καραβά! Αχ! μωρέ καραβά!

Έπειτα στραφείς προς την Πομπονίαν Γραικίναν, είπε: — Εννοώ τώρα, Δέσποινα, διατί ενώπιον των δύο τούτων πλασμάτων προτιμάς από τας εορτάς του ιπποδρομίου και του Παλατίνου την οικίαν σας. — Ναι, απήντησεν εκείνη, έχουσα τους οφθαλμούς εστραμμένους προς τον μικρόν Άουλον και την Λίγειαν.

Αλλά στραφείς προς τον Τιγγελίνον και καταμετρών αυτόν με βλέμμα προδίδον πάσαν περιφρόνησιν προς τον πανούργον: — Τιγγελίνε, είπε, σε εχαρακτήρισα ως κωμωδόν, διότι τοιούτος είσαι, και μάλιστα την στιγμήν αυτήν. — Διότι δεν θέλω να ακούω τας ύβρεις σου;