United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εις τον δούπον που έκαμεν αυτή βεβαιωθείς ότι ήτο γεμάτον και εις τον λεπτόν μεταλλικόν ήχον της κάννης, ενωτισθείς γνωστήν φωνήν, απήχησιν τσαπραζίων και αναβρασμόν μάχης, ο γέρων ανέδωκε ρόχθον βροντώδη, ωσεί πολεμικού ίπποι χρεμετισμόν. — Τσογλάνι!. . ήρθρωσε μετά θυμού· τσογλάνι!. . Και ρίψας την ράβδον επί του εδάφους, ήρπασε το όπλον και κατήρχετο το μονοπάτι προς τους χωρικούς σπεύδων.

Όπου λιμένας και κλειστός· εις κάθε μονοπάτι φυλάγουν άγρυπνοι φρουροί και με παραμονεύουν. Αν τους ξεφύγω, θα σωθώ! Είν' η απόφασίς μου σχήμα να λάβω ταπεινόν και ξεπεσμένον τόσον όσον 'μπορεί τον άνθρωπον τον εξευτελισμένον να τον κρημνίση η συμφορά, και να τον κάμη κτήνος.

Και τότε πλήρης θριάμβου, πλήρης ζωηρών τέρψεων και ελπίδων αιθερίων, έβλεπα διανοιγόμενον βαθμηδόν έμπροσθέν μου το μακρύ μονοπάτι, το λαμπρόν και απάτητον, δι' ου έμελλα επί τέλους να φθάσω εις σοφίαν τοσούτον θείαν και πολύτιμον· οπόση όμως υπήρξεν η θλίψις μου, ότε, μετά παρέλευσιν ετών τινων, είδα αφιπταμένας και εκλιπούσας τας ελπίδας μου ταύτας!

Ο άνεμος έμοιαζε να παρασέρνει μαζί του στο μονοπάτι τα άλογα που τα καβαλούσαν χωριάτες κουκουλοφόροι.

Απλωσιά χορτάρι καταμεσή στα κρεμαστά εκείνα τα βράχια, και μονοπάτι αποκάτου ως είκοσι πόδια βάθος.

Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας. Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή.

Άλλος καταπατεί του γείτονος το κτήμα, ή το δημοτικόν ή το μοναστηριακόν, και ωθεί τον δρόμον παρά έξω, άλλος ανοίγει μονοπάτι όπου φθάση, μέσα εις τους αγρούς, και συντομεύει τον δρόμον, άλλος κτίζει καλύβην, στρώνει άλωνα και κατασκευάζει φράκτην προς το συμφέρον του. Και το φεγγάρι εχαμήλωνε. Τέλος εχάσαμεν, ως εικός, τον δρόμον. Έβγαλα το σπερματσέτον και το ήναψα.

Αλλ' ήτον ετοίμη να συναινέση. Την ιδίαν στιγμήν, με την τελευταίαν ακτίνα του ηλίου ήτις εχρύσωνε την κορυφήν του ανατολικού λόφου με τους ελαιώνας τους πολλούς, κ' έκαμνε να στίλβη το φύλλωμα των ελαιών, εφάνησαν δύο άνθρωποι κατερχόμενοι δρομαίοι από ένα μονοπάτι, μεταξύ δύο ελαιώνων. Η Φραγκογιαννού τους είδε πρώτη κ' ετρόμαξεν.

Και από ‘να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. 490 Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, 495 Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη! Και με όρεξι την τρώει·

Δε θέλω να υπάρχη τίποτε που να μην το γνωρίζης, είπε. Ξανακάθησα στη θέση μου και πήρα τα κουπιά. Η βάρκα τράβηξε πάλι το δρόμο της και σε λίγο είδα ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων ένα φως, που με ωδήγησε στην αποβάθρα μας. Αγκαλιασμένοι πήραμε το μονοπάτι του σπιτιού μας κι όταν καλονυχτιστήκαμε μ' ένα φιλί η Έλσα είπε: — Μ' έκαμες τόσο ευτυχισμένη απόψε.