United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εζήλεψα την ψυχάλα την ψεσινή κ' εστοχάστηκα σήμερα να βάλω χέρι, γιατί ετούτος ο πάσπαρος έχει να με χαλάση, βρε παιδί· μοναχή πέτρα το αθεόφοβο! — Επήε με αγώι στη χώρα. Και κάτι ως εδώ; — Δεν ειξέρω κ' εγώ ήντα κάνω, μπάρμπα. Είμαι ζαλισμένος κ' επήρα δρόμο. — Πώς μαθές; — Για τη δουλειά που ξέρεις. Ο 'γούμενος δε μ' αφίν' ήσυχο· ο Κοντοπάνης πάλι τα δικά του και μην αρωτάς.

Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθειο, απάνω του, καπετανέοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κυττάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη. Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβη τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας.

Ίσως κάλλιο να κλείσω τα μάτια μου, και να τη δώσω πρι να μας βγούνε και πομπές. Και πια τρέχα, γύρευε τότες! Αλλοίμονο μια και λείψη ο αληθινός ο στύλος από το σπίτι! Μεγάλο λόγο να μην ξεστομίσω, μα δεν την είχε ο μακαρίτης αυτή την κατηραμένη την περηφάνεια. Να ζούσε κείνος, θα το πέρναμε μαθές το χρυσόκαρδο αυτό παλληκάρι, και θα καταστάλαζε η ψυχή μας μια και καλή. Αντρίκιες φωνές και γέλοια.

Και τους νογάει ο Έλενος, του γέρου ο γιος Πριάμου, το τι βουλή αποφάσισαν οι διο θεοί μιλώντας, 45 και πάει στον Έχτορα σιμά και στέκει και του κάνει «Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, τάχα ότι πω το λόγο μου θ' ακούσεις; — αδερφό σου μ' έχεις μαθέςτους διο στρατούς βάλ' τους να κάτσουν τώρα, μα ένανε ατός σου απ' τους οχτρούς, τον πιο καλύτερό τους, 50 σε μάχη κράξ' τον άπονη να μετρηθεί αντικρύ σου.

Να ετοιμάσουμε, μαθές. | — Όχι, κυρά-μητέρα! Όχι ακόμα! απήντησε θλιβερώς ο κυρ-Δημάκης· Η γραία-Αχτίτσα απελιθώθη. Τόσον βέβαιον εθεώρει το πράγμα, αφ' ης ημέρας ο κυρ-Δημάκης έδωσε τον λόγον του, ώστε εκοινολόγησε τούτο, ως είδομεν, και, χάρις τη γραία Φουλίτσα, τον αρραβώνα εγνώριζε πλέον όλον το χωρίον. Διά τούτο τώρα εμαρμάρωσεν η πτωχή μητέρα.

Μα εγώ μου τόπε μου η καρδιά να πάω ναν τον χτυπήσω απ' αψηφιά μου ... είμουν μαθές πιο νιος στα χρόνια απ' όλους. Και βγήκα εγώ, και μούδωσε νίκη τρανή η Παλλάδα. Άλλο άντρα εγώ δε σκότωσα πιο δυνατό ή μεγάλο, 155 τι εδώ κι' ως πέρα κοίτουνταν μακρύς ξεκαρφωμένος. Νιος έτσι ακόμα ας είμουνα, τα κότσα ας μου βαστούσαν! δε θ' άργιε τότε ο Έχτορας να δει κοντάρι ομπρός του.

Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλωμένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα!

Το ξέρουμε αυτό καπετάνιο μου, μα τι να κάμουμε μαθές, τι να κάμουμε; — Να πάρουμε τα δέκατα! — Δεν τ' αφίνει! — Να του τα πάρουμε!

Το σκαρί του απαράλλαχτο το μπρίκι του Μοναχάκη. — Αυτό είνε, δεν το βλέπεις μαθές; είπε ο Πεφάνης, αφού κρέμασε και το τελευταίο μπλάστρι. Όλο κι' όλο. Τάλλα γεροντάκια κύτταζαν μα δεν ξεχώριζαν. — Αυτό είνε, είπε πάλι ο Πεφάνης. Θέλει και ρώτημα; Κάποια ζημία θάπαθε. Δεν το βλέπεις πως είνε σαν καραβοτσακισμένο, γδαρμένο από όλες τις μεριές, αγνώριστο. Η «Αθηνά» του Μοναχάκη.

Έλεγε πως δεν την αγαπάει, πως δεν την πονεί, μαθές, όπως αγαπάνε και πονούνε οι άλλοι άντροι τις γυναίκες τους. Θεός σχωρές' τον, μα... Η γλώσσα του θηλυκού είχε πάρει δρόμο κ' έκοβε κ' έρραβε. Ο αστυνόμος την αντίσκοψε. — Καλά, παιδί μου! Αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Φτάνει Σύρε στο καλό... Και γυρίζοντας κατά τον γραμματικό, πούγραφε, του είπε: — Περί αυτοκτονίας, ούτε ιδέα! Τι λες κ' εσύ;