United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποιος τώρα πρέπει να φανή. Το ροδάκινο που κρέμεται στον αέρα ψηλά, ποιος θα το κόψη; Ποιος θα ξεχωρίση θάλασσα κι ουρανό; Ποιος θα ζωντανέψη και τις πέτρες; Εκείνος θα γίνη «άλλος Ορφές». Ομπρός το λοιπόν, και μη φοβάστε. Άγαλμα θα του φτειάσουμε, σας λέω. Φέρνουμε και μάρμαρο από την Πάρο. Γιατί βγήκα στο ταξίδι και τι γυρέβω, δεν το κατάλαβα ακόμη.

ΠΥΘΙΑ Παιδί, κρατήσου! του χρησμού τον τρίποδα έχω αφήση και βγήκα απ' το ναό εγώ, του Φοίβου η προφήτις, που εμένα με διαλέξανε απ' της Δελφίδες όλες, τον νόμο τον πανάρχαιο του Τρίποδος να σώσω. ΙΩΝ Χαίρε, μητέρα φίλη μου, που δεν μ' έχεις γεννήση. ΠΥΘΙΑ κι' όμως μητέρα λέγε με, μ' αρέσει αυτός ο λόγος. ΙΩΝ Να με σκοτώση θέλησετο ξέρεις συ;—με δόλο!

Όταν είμουνα στη Ζαγορά της Θεσσαλίας, παραπονιούμουν κάθε τόσο για τα καλντερίμια . Ο Δροσίνης κάμποσες φορές άκουσε τα παράπονά μου και θα τα θυμάται. Τάκουσαν όμως και τα καλντερίμιατάκουσαν και τα θυμούνται. Αχ! εκείνοι οι δρόμοι που ανεβοκατεβαίνουνε σαν τα κύματα, μα σαν κάτι κύματα πέτρινα και κοφτερά! Τα καλντερίμια με κυνηγούν. Τώρα που βγήκα πάλε στο ταξίδι, και κείνα κατόπι μαζί μου.

Από το δεύτερο πάτωμα έβγαινε στον πρώτο πύργο του τοίχου μια βασιλοπούλα και, επειδή ήταν αντηλιά πολλή, είχε ανοίξει το χέρι της, σα στέγη, από πάνω από τα μάτια της, και κοίταξε έξω από την Πόλη, πέρα. Πάλι βγήκα έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο.

Τότε εισέρχεται ο έντιμος Α . . . , βγάζει το καπέλλο του, ενώ με προσβλέπει, έρχεται κοντά μου, και λέγει σιγά σιγά: — Σου συνέβη κανένα δυσάρεστον: — Εμένα; είπα. — Ο κόμης σε έδιωξεν από την συντροφιά. — Να την πάρη ο διάβολος! είπα· ευχαριστήθηκα που βγήκα εις τον καθαρόν αέρα. — Καλά, είπε, που το παίρνεις ελαφρά!

Δεν είμαι όμως από κείνους που φέβγουν και ξαπολνούν την Ελλάδα· δε θέλησα ποτέ μου να της πω· «έχε γεια και σώνει!», αφού γι' αφτήνα δουλέβω πάντα και πολεμώ. Το θάρρεψα χρέος μου να κάμω για την Ελλάδα όσο μπορώ κ' είναι στη δύναμη μου· γι' αφτό βγήκα και γω να γράφω ρωμαίικα.

Θα σε συχνοθυμούμαι. Βγήκα στο ταξίδι με την ιδέα πως στην Ελλάδα όλα θα μου φανούν όμορφα κι ωραία. Μα μη νομίζης πως σου κάνω τον έπαινο, μόνο και μόνο, γιατί αποφάσισα να παινέσω τον καθέναν και το καθετί. Όχι! Εσύ τιμάς τον ελληνισμό. Και δεν πρέπει αμέσως κι απαρχής να το πούμε; Θρησκεία και πατριωτισμός το ίδιο είναι στην Ελλάδα. Τη θρησκεία την αφίνω ήσυχη· ήσυχους και τους παππάδες.

Ποτέ δε θα λησμονήσω με τι βλέμμα άρρητης απελπισίας αγκάλιασε και κείνη το παιδί και το κοίταζε στα μάτια. — Τηλεγράφησες του Ούλοφ; μου είπε. Της είπα ναι με το νέμα και την είδα πως έσκυψε πάλι στο Σβάντε και τον έσφιξε στο στήθος της. Σπρωγμένος από ένα ξαφνικό ένστιχτο, σηκώθηκα και βγήκα όξω κι άφησα τη γυναίκα μου μόνη με το γερό παιδί της και με το ετοιμοθάνατο.

Ίωνα τώρα σε καλώ, στην τύχη σου όπως πρέπει, σαν μόλις βγήκα απ' το ναό, εσένα πρωτοβρήκα. Τώρα τους φίλους κάλεσε, και πες τους, στη θυσία νάρθουνε μ' ευχαρίστησι, προτού αφήσης τους Δελφούς. . . — Και σεις, ώ δούλες, σιωπή κρατείτε, κι' όσα ακούσατε αν 'πήτε στη γυναίκα μου, το θάνατο θα βρήτε.

Βγήκα όξω στον κήπο· και με την ιδέα να του δώσω μια τελευταία χαράαυτού, που αγαπούσε πάντα τάνθηέκοψα ένα μισοανοιγμένο ρόδο, το ωραιότερο που μπορούσα να βρω, γύρισα μέσα και το έβαλα στο μαξιλάρι του παιδιού μου, κοντά στο μάτι που μπορούσε κ' έβλεπε ακόμα. Ανίκανος να το υποφέρω περσότερο, βγήκα πάλι όξω στη βεράντα. Αποκεί άκουσα πως μπήκε μέσα ο Σβάντε και κάθησε στο κρεββάτι.