United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι άλλοι, φραγκολεβαντίνοι του χειρότερου είδους· οι γυναίκες, πιο χαύνες και πιο δούλες, πιο ανήθικες και πιο ακίνητες, μέσα στο πεταλουδίσιο τους άπαυτο παράδαρμα, κι από τα θηλυκά των Τούρκων. Ο πατέρας Μεμιδώφ ολοστρόγγυλος τιποτένιος δεν αξίζει ούτε να τον αντιπαθήσης· είναι διασκεδαστικός. Η κυρία Μεμιδώφ τιποτένια, με αγκάθια που σε πληγώνουν.

Οπόταν η Ζεμπρούδα ήλθεν εις τον χοντζερέ της, βλέποντας το αηδόνι ψόφιο, έβγαλε μίαν φωνήν τόσον δυνατήν, που έτρεξαν όλες οι δούλες της. Κυρά, της είπαν, τι έπαθες; σου εσυνέβη κανένα εναντίον; α πιστές δούλες μου, εγώ είμαι απελπισμένη, τους απεκρίθη κλαίοντας πικρώς· το πτωχόν αηδόνι μου, το αγαπημένον μου αηδόνι εψόφησεν.

Τώρα να παύσω σκέπτομαι και την πουτανωσύνη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Γιατί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Σου το εξήγησα• να παίρνουμ' εμείς πλέον ταφρόγαλα των νέων• Κ' η δούλες πειά δεν θα μπορούν με ολολισμούς να πέφτουνε, και από της ελεύθερες την ηδονή να κλέφτουνε, αλλά οι δούλοι μοναχά θα πέφτουνε σιμά τους μαζί με τα κουρέλια τους και το παληόπραμά τους!

Ίωνα τώρα σε καλώ, στην τύχη σου όπως πρέπει, σαν μόλις βγήκα απ' το ναό, εσένα πρωτοβρήκα. Τώρα τους φίλους κάλεσε, και πες τους, στη θυσία νάρθουνε μ' ευχαρίστησι, προτού αφήσης τους Δελφούς. . . — Και σεις, ώ δούλες, σιωπή κρατείτε, κι' όσα ακούσατε αν 'πήτε στη γυναίκα μου, το θάνατο θα βρήτε.

Τώρα μέσα σ' τανάκτορα ψυχομαχεί• γιατ' ήρθε η μέρα που ήτανε γραφτό στον Άδη να κατέβη, κ' η δούλες της τήνε κρατούν στα χέρια ως να πεθάνη• τώρα κ' εγώ φεύγω μακρυά απ' ταγαπημένο σπίτι μήπως η θέα του νεκρού την όψι μου μολύνει, γιατί δεν κάνει ένας θεός νεκρόν να αντικρύζη. Α, να κι' ο Θάνατος. Εδώ τον βλέπω να προβαίνη, για να την σύρη γρήγορα στου Άδου τα παλάτια την άμοιρη βασίλισσα.

Τότε κάνοντας να έβγουν όλες οι δούλες της από εκεί, έμειναν αυτοί οι δύο μοναχοί και εγώ ωσάν σκύλλα που ήμουν έστεκα εις μίαν αγκωνήν, και επαρακαλούσα τον Ουρανόν διά να βάλη εις πράξιν το έργον, διά να ξεδικηθώ.

Γιατί κλαις, παιδί μου; δεν βλέπεις πόσες είνε αυτού του είδους η γυναίκες, πώς τις αγαπούν οι άνδρες και τι χρήματα κερδίζουν; Θυμούμαι εγώ την Δαφνίδα τι κουρέλια φορούσε, πριν να μεγαλώση η κόρη της. Τώρα όμως βλέπεις με τι πολυτέλεια ζη, τι χρυσαφικά φορεί και τι ωραία φορέματα κ' έχει και τέσσαρες δούλες. ΚΟΡ. Και πώς τ' απέκτησεν αυτά η Λύρα;

Μόλις ύστερ' από τον όρκο εστάθηκε και πρόσμεινε τον Άστυλο, που έτρεχε· κι όταν εσίμωσε τον εγλυκοφίλησε. Κ' εκεί που φιλούσε εκείνονε, φτάνει τρεχάλα ο άλλος κόσμος, δούλοι, δούλες, ο ίδιος ο πατέρας, η μητέρα μαζί του. Όλοι αυτοί τον αγκάλιαζαν, τον εγλυκοφιλούσανε χαρούμενοι, κλαίγοντας.