United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α ναί, πολύ καλύτερα ν' αρπάζεις τις γυναίκες μες στο πλατύ στρατόπεδο, κανείς σα σε πειράξει. 230 Ναί! λαοφάγος βασιλιάς, γιατί δειλούς ορίζεις· αλλιώς, αφτή σου η αρπαγή θα σούταν κι' η στερνή σου. Μα άκου το λόγο που θα πω, τον όρκο που θ' αμώσω.

Η έσχατη πείνα στην οποία καταντήσανε τους ανάγκασε να φάνε τους δυο ευνούχους μας από φόβο μην παραβιάσουν τον όρκο τους. Μετά είκοσι μέρες αποφασίσανε να φάνε τις γυναίκες. Είχαμε κάποιον ιμάμη πολύ ευσεβή και πολύ πονόψυχο, που τους έβγαλε έναν ωραίο λόγο, με τον οποίον τους έπεισε να μη μας σκοτώσουν ολότελα. Κόψτε, είπε μονάχα ένα κωλομέρι από κάθε κυρία, θα κάμετε πολύ καλό τσιμπούσι.

Την αποταχυνή σαν τονέ συνεχάρηκαν όλοι τον Αναστάσιο, πρόβαλε στη στοά που είχε έξω από τη μεγάλη αίθουσα, και κει έκαμε όρκο πως κανενός δε θα φυλάξη κάκια και πως θα βασιλέψη με δικαιοσύνη και με συνείδηση. Έκλινε ο στρατός τάρματα και τις σημαίες, και ζητωκραύγασε ο λαός.

Ότι θα πεθάνη αν δε σας ξαναϊδή, έστω και μια φορά ακόμη. Σας εξορκίζει να δεχτήτε, στον όρκο που του κάνατε την τελευταία φορά που σας μίλησε». Η Βασίλισσα συλλογίστηκε την άλλη Ιζόλδη, και κάμποση ώρα έμεινε αμίλητη.

Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει; Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ' έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη, εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά!

Πουλί δικό μου, Να σ' αποχτήσω, Και να σου στήσω Χρυσή φωλιά· Σ' αυτή να ζήσης, Ν' αλησμονήσης Την ξενητιά. Μη σε πειράζει Κλεισμένο να σαι· Και μη φοβάσαι Να σκλαβοθής. Έλα σ' εμένα· Τι είσαι σε ξένα, Και μη χαθής. Σου τάζω μ' όρκο Τη λευτεριά σου Χωρίς καμμιά σου Αμφιβολιά. Όταν θελήσης, Κλουβί ν' αφίσης, Και τη φωλιά. Έλα, μου λέγει, Μικρό πουλάκι, Μες το κλουβάκι Για να σταθής.

Δεν είμαι, Διάκε, Πανουριάς, νάμαι γυναίκα χήρα Και να με πνίξη το ψωμί που εφάγαμε ’ς τα πλάγια Αν λησμονήσω σήμερα το βάφτισμα, τον όρκο. — Εσύ το Γοργοπόταμο θα πιάσης, Δυοβουνιώτη, Και πολεμώντας τον εχθρό λησμόνησε πως έχεις Κλεισμένο μες τα Γιάννινα το Γεώργο, το παιδί σου. Βλέπε το ρέμμα του νερού, κάμε το ν' αρμυρίση Με δάκρυ της Αρβανιτιάς.

Πε μου τουλάχιστον τι τον θέλεις, και τότε μπορώ ναποφασίσω. — Αν σου το πω, θα πας; — Θα πάω. — Κάνεις όρκο; — Κάνω. — Λοιπόν άκουσε, είπεν ο Τρέκλας. Και αναλαβών αιφνιδίως ήθος κωμικής σοβαρότητας, είπε·Το βέβαιον είνε ότι συμβαίνουν σπουδαία πράγματα, και ημείς οι παραμικροί δεν τα καταλαβαίνομε καλά. Η ηγουμένισσα μ' έστειλε να ειδοποιήσω τον &άρχοντα&.

Όταν έκανε όρκο ότι ποτέ δεν είχε αγαπήσει τη Βασίλισσα μένοχο έρωτα, οι προδότες γελούσαν για την αδιάντροπη αγυρτεία του. Αλλά σας επικαλούμαι, Άρχοντες: σεις που ξέρετε την αλήθεια για το φίλτρο που ήπιανε στη θάλασσα, σεις που καταλαβαίνετε, — έλεγε ψέμματα; Το έγκλημα δεν αποδεικνύεται από το πράγμα, παρά από την κρίσι.

Είπε, και τότε ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου, πήρε στο χέρι το ραβδί και τούκανε τον όρκο «Στ' όνομα αμώνω του Διός που μας ακούει και βλέπει, κανείς μας τ' άτια που ζητάς δε θ' ανεβεί, σ' το τάζω, 330 Μον πάντα θάναι στολισμός δικός σου και καμάριΈτσι είπε κι' είπε ψέφτορκα, μα εκείνος πήρε αέρα.