United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ εστοχαζόμουν κάθε ολίγον τον άλλον διά να ιδώ αν έκανε καμμίαν μεταλλαγήν, ομοίως και αυτός έκανε το ίδιον εις εμένα· εγώ αντί να αδυνατήσω, εφαινόμουν από ημέραν εις ημέραν να γένωμαι πλέον δυνατός· τούτο όμως δεν ακολουθούσε του φιλοσόφου, επειδή και χάνοντας τα χάπια του, καθώς είχα μάθει έγινε αδύνατος και σκυθρωπός, και το πρόσωπόν του επλακώθη από μίαν αχνότητα που με έκανε να στοχασθώ πως περνά πολλά κακά.

Και μετά τρεις ημέρας ιδού βλέπω ξέμακρα ένα καράβι να αρμενίζη· εφώναξα μεγαλοφώνως, απλώνωντας εις τον αέρα ένα άσπρον μανδύλι, καθώς με ήκουσαν, εκατάλαβαν ότι ζητώ βοήθειαν, και έστειλεν ο καραβοκύρης το καΐκι προς εμένα· και όταν ήλθον πλησίον, με ηρώτησαν πώς ευρισκόμουν εκεί, και εγώ τους είπα, ότι εναυάγησα εις εκείνο το μέρος, και κατά τύχην αγαθήν εφυλάχθην υγιής.

Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.

Και ίσωςτο πιο παράξενοθα χανότανε ο Δάφνης μόλις εβρέθηκε, αν δεν εστοχαζόταν ο Άστυλος να ξαναφωνάξη: — Στάσου, Δάφνη, και μη φοβηθής καθόλου· είμαι αδερφός σου και γονιοί σου οι ως τα τώρα αφέντες σου· τώρα δα ο Λάμωνας μας είπε για τη γίδα και μας έδειξε τα σημάδια· και γυρίζοντας πίσω κοίταξε πώς τρέχουνε χαρούμενοι και με γέλοια· μα φίλησε πρώτα εμένα· σ' ορκίζομαι στις Νύμφες πως δε σου λέω ψέματα.

Τότε ο ταλαίπωρος μάγειρος άρχισε να θρηνή και να μαγουλοδένεται απαρηγόρητα, λέγοντας· αλλοίμονον εις εμένα· όταν διηγηθώ το τερατώδες συμβάν του βασιλέως είμαι βέβαιος ότι δεν θέλει με πιστεύσει και θέλει οργισθή εναντίον μου.

Πουλί δικό μου, Να σ' αποχτήσω, Και να σου στήσω Χρυσή φωλιά· Σ' αυτή να ζήσης, Ν' αλησμονήσης Την ξενητιά. Μη σε πειράζει Κλεισμένο να σαι· Και μη φοβάσαι Να σκλαβοθής. Έλα σ' εμένα· Τι είσαι σε ξένα, Και μη χαθής. Σου τάζω μ' όρκο Τη λευτεριά σου Χωρίς καμμιά σου Αμφιβολιά. Όταν θελήσης, Κλουβί ν' αφίσης, Και τη φωλιά. Έλα, μου λέγει, Μικρό πουλάκι, Μες το κλουβάκι Για να σταθής.

Εγώ δεν σου λέγω από ποίον καιρόν, και από ποίον εστάθη κρυμμένος, επειδή και εγώ ούτε το ηξεύρω· όλον εκείνο που ηξεύρω είνε τούτο, ήγουν ο πάππος μου οπόταν ήθελε ν' αποθάνη το εφανέρωσε του πατρός μου χωρίς να του ειπή άλλο, και ο πατήρ μου το εφανέρωσεν εμένα· και ιδού που σου το φανερώνω και του λόγου σου, μα σου παραγγέλω ωσάν τον λάβης εις τα χέρια σου, να πασχίσης να ξοδεύης με εύμορφον τρόπον διά να μην πέσης εις τον φθόνον του βασιλέως και των φιλαργύρων κυβερνητών, και το μάθουν και σου το αρπάξουν.

Μερικοί από τους προεστούς, που ήσαν φίλοι του, επήγαν και ενώθηκαν με αυτόν και εζητούσαν διά να βασιλεύση αυτός, όθεν έγιναν δύο σχίσματα· άλλοι ήθελον αυτόν, και άλλοι εμένα· τέλος πάντων τόσον έκαμε, που όλος ο λαός έτρεξε προς αυτόν, και με άφησαν εμένα χωρίς συνδρομήν.

Το έγκλημα με μάλαμμα απ' έξω σκέπασέ το, κ' επάνω του συντρίβεται του Νόμου το κοντάρι χωρίς αυτό να εγγιχθή. Κουρέλια φόρεσέ το, και μ' ένα τσάκνο το τρυπά κι' ο νάνος πέρα πέρα! Κανείς δεν είναι ένοχος! Κανείς, κανείς σου λέγω. Κανείς δεν πταίει! Όλους των εγώ τους δικαιώνω. Άκουσ' εμένα· επειδή την δύναμιν την έχω, εάν κανείς κατηγορή, το στόμα να του κλείσω.

Αχ πόσον μου κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το οποίον ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από την θλίψιν σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε να έχετε αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που θέλω έχει διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας.