United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι, όσον ευθηνή και αν ήνε παρ' ημίν η φήμη, όσον ευκόλως και αν μαυλίζεται η δόξα, αδυνατεί τέλος και αυτή να στέφη όλων τας κορυφάς, ουδ' αρκούνται οι πρακτικότατοι έλληνες εις απλά δάφνης . . . ή εφημερίδων φύλλα. Εννοούσι κάπως ψηλαφητήν την δόξαν, και την φήμην ουσιαστικωτέραν.

Και τόσο εφρόντιζε ως που και τα κέρατα άλειφε και το μαλλί τους εχτένιζε. Θα νόμιζε κανένας πως βλέπει κοπάδι αφιερωμένο στον Πάνα. Κ' εκοπίαζε σ' όλα αυτά μαζί του κ' η Χλόη· και λησμονώντας το κοπάδι της τον περισσότερο καιρό έμενε κοντά σ' εκείνα, ως που ενόμιζε ο Δάφνης, ότι εξ αιτίας της του εφαίνονταν όμορφα τα γίδια.

Ένα όμως είναι θετικό και βέβαιο: Ότι το μυθιστόρημα «Δάφνης και Χλόη» είναι το καλλίτερο κι ομορφότερο από όσα εγράφηκαν πριν κ' ύστερα απ' αυτό και ότι φαίνεται σαν την πιο ευτυχισμένη εξακολούθηση της βουκολικής ποίησηςαν και σε πεζό λόγοκαι σαν αληθινό γέννημα της μούσας του Θεόκριτου.

Φροντίζουν και ομιλούν διά τόσα και τόσα και μόνον περί του Χάρονος δεν γίνεται λόγος. ΛΥΚΙΝΟΣ. Ότι είσαι ποιητής άριστος, Ησίοδε, και ότι το χάρισμα τούτο έλαβες παρά των Μουσών μετά της δάφνης, και συ το αποδεικνύεις διά των ποιημάτων σουδιότι όλα είνε ένθεα και σεμνάκαι ημείς το πιστεύομεν.

Κι όταν είχε πια νυχτώσει, εγύριζε κ' η Χλόη το κοπάδι της μαζεύοντάς το με το σκοπό του σουραυλιού· τα γίδια πηγαίνανε μαζί με τα πρόβατα κι ο Δάφνης επερπατούσε πλάι στη Χλόη κ' έτσι εχόρτασαν ο ένας τον άλλο ίσαμε τη νύχτα κ' εσυμφωνήσανε να βγάλουν την άλλη μέρα γληγορότερα τα κοπάδια στη βοσκή· κ' έτσι εκάμανε.

Η παινεψιά τούτη ήτανε του Φιλητά. Ο Δάφνης λοιπόν κ' η Χλόη τόνε θερμοπαρακαλούσανε να τους μάθη κι αυτούς την τέχνη και να παίξη σουραύλι σε γιορτή θεού, που αγαπούσε το σουραύλι. Στρέγει ο Φιλητάς, αν και κατηγορούσε τα γερατιά, πως δεν ταφίσανε δύναμη, και πήρε στα χέρια του το σουραύλι του Δάφνη. Μα αυτό ήτανε μικρό για μεγάλη τέχνη, επειδή το εφυσούσε παιδιάτικο στόμα.

Αφού λοιπόν ο γέρος αυτός παινεύτηκε τρίτος για το χορό του, φιλεί τη Χλόη και το Δάφνη· και τούτοι, αφού εσηκώθηκαν αμέσως, εχόρεψαν την ιστορία του Δάμωνα· ο Δάφνης έκανε τον Πάνα κ' η Χλόη τη Σήριγγα· εκείνος την παρακαλούσε να τον ακούση κι αυτή αδιαφορώντας χαμογελούσε· εκείνος την εκυνηγούσε κ' έτρεχε στις άκρες των νυχιώνε για να μιμιέται τα διχάλια του τράγου κι αυτή καμονότανε την αποσταμένη από τη φευγάλα.

Μα από τη στάνη δεν επρόβαινε κανένας μήτε άντρας, μήτε γυναίκα, μήτε όρνιθα παρά όλοι καθισμένοι στη φωτιά ήτανε μέσα κλεισμένοι, ώστε ο Δάφνης δεν ήξερε τι να κάνη κ' εβασάνιζε το μυαλό του να βρη πρόφαση για ν' αμπώξη τη θύρα και ρωτιότανε μοναχός του τι να ειπή πιο πιστευτό: — Ήρθα για ν' ανάψω φωτιά·μα μήπως δεν ήτανε πιο κοντινοί γείτονες; Ήρθα να γυρέψω ψωμίμα το ταγάρι είναι γεμάτο θροφή.

Μα σχοινί δεν ήταν πουθενά· η Χλόη όμως αφού έλυσε μια κορδέλα της τη δίνει στο γελαδάρη για να την ρίξη· κ' έτσι εκείνοι στεκάμενοι στην άκρη του λάκκου τραβούσαν κι' ο Δάφνης ανέβηκε κρατώντας την κορδέλα, που την έσερναν.

Κι ο Δάφνης, αφού αφιέρωσε το δικό του το μικρό στον Πάνα κ' εφίλησε τη Χλόη, σαν να τήνε βρήκε ύστερ' από αληθινή φευγάλα, εγύριζε το κοπάδι στη στάνη παίζοντας το σουραύλι.