United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το έγκλημα με μάλαμμα απ' έξω σκέπασέ το, κ' επάνω του συντρίβεται του Νόμου το κοντάρι χωρίς αυτό να εγγιχθή. Κουρέλια φόρεσέ το, και μ' ένα τσάκνο το τρυπά κι' ο νάνος πέρα πέρα! Κανείς δεν είναι ένοχος! Κανείς, κανείς σου λέγω. Κανείς δεν πταίει! Όλους των εγώ τους δικαιώνω. Άκουσ' εμένα· επειδή την δύναμιν την έχω, εάν κανείς κατηγορή, το στόμα να του κλείσω.

Και όταν πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ.

Γιατί κλαις, παιδί μου; δεν βλέπεις πόσες είνε αυτού του είδους η γυναίκες, πώς τις αγαπούν οι άνδρες και τι χρήματα κερδίζουν; Θυμούμαι εγώ την Δαφνίδα τι κουρέλια φορούσε, πριν να μεγαλώση η κόρη της. Τώρα όμως βλέπεις με τι πολυτέλεια ζη, τι χρυσαφικά φορεί και τι ωραία φορέματα κ' έχει και τέσσαρες δούλες. ΚΟΡ. Και πώς τ' απέκτησεν αυτά η Λύρα;

Guy de Maupassant με την οξεία, τσουχτερή του ειρωνεία και το τραχύ και ζωηρό ύφος του αφαιρεί από τη ζωή και τα λίγα φτωχά κουρέλια που τη σκεπάζουν ακόμα και μας δείχνει τη βρωμερή, πονούσα κ' εμπυασμένη πληγή. Γράφει σκοτεινές μικρές τραγωδίες, όπου μέσα ο καθένας γελοιοποιείται, και πικρές κωμωδίες, που δεν μπορεί κανείς να γελάση μ' αυτές από τα δάκρυα που προκαλούν. Ο κ.

Να, τα κουρέλια μας είναι κολλημένα στης πληγές μας που βγάνουν κακό ιδρώτα.

Από μέρους μου όμως προτιμώ αυτήν τη θυσία παρά τέτοια γλώσσα, που σαν στρίγγλα φοβερή έφαγε ως τα τόρα, έθαψε μέσ' 'ς τα βρωμερά κουρέλια της κάθε καλλιτεχνικό και θηλυκό νου, που ηθέλησε να την λατρέψη. Γιατ' είνε γλώσσα που σου παγώνει τον ενθουσιασμό, σου πλαστογραφεί την ιδέα, σου κόβει τη δύναμι, σου αλλάζει το αίσθημα.

Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.

Και όταν ξεπέφτουν, ομοιάζουν με τους τραγικούς ηθοποιούς, τους όποιους βλέπομεν άλλοτε μεν ως Κέκροπας, Σισσύφους ή Τηλέφους στολισμένους με διαδήματα και ξίφη ελεφαντοκόσμητα και μανδύαν χρυσοκέντητον και μαλλιά μακρυά που κυματίζουν• αν δε συμβήκαι συμβαίνει πολλάκιςνα σκοντάψη κανείς από αυτούς και να πέση εις το μέσον της σκηνής, αρχίζουν και γελούν οι θεαταί, διότι το προσωπείον του μαζή με το διάδημα σπάζει και η αληθινή κεφαλή του ηθοποιού ματώνει, συγχρόνως δε τα σκέλη του παρουσιάζονται γυμνά και φαίνονται μέσα από το βασιλικόν ενδύμα τα πραγματικά του φορέματα, τα οποία είνε κουρέλια ελεεινά, φαίνονται δε και τα θεατρικά υποδήματα, τα οποία είνε τόσον άσχημα και τόσον δυσανάλογα προς το πόδι.

Σηκώνουνταν αγριοπερίστερα κάποτε, καθώς περνούσα. Κάργιες φτερούγιζαν πολλές μαζί, φωνάζοντας πάντα. Από ψοφίμια, τα σκουπίδια και τα κουρέλια που σύναζαν τους σκύλους και τα όρνια, έβγαζε η μεσημεριάτικη λάβρα μια βρώμα θεόρατη. Ο ήλιος είχε πιει το ζουμί των χορταριών, και αφού τάφησε ξερά, τα έκαψε ύστερα.

Αλλά, ο γέρως ερημίτης φόρτωσε στο άλογο τα πλούσια υφάσματα και γύρισε κοντά στην Ιζόλδη: «Βασίλισσα τα ρούχα σας πέφτουν κουρέλια. Δεχθήτε αυτά τα δώρα, για νάσαστε πειο ώμορφη την ημέρα που θα πάτε στον Πόρο του Κινδύνου. Φοβούμαι μήπως δε σας αρέσουν, γιατί δεν έχω καθόλου πείρα σ' αυτά τα πράγματα».