United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τον καιρό, που εμείς ήμαστε παιδιά, ποιος επίστευε πως ευρίσκονταν άνθρωποι βουνήσιοι μ' ένα πουγγί κρέας κρεμάμενο από το λαιμό τους, ωσάν τα βουβάλια; ή πώς ήταν άνθρωποι με τα κεφάλια κολλημένα στο στήθος; και τώρα γνωρίζουμε ότι όποιος έβανε αυτό το στοίχημα θα έβγαινε βέβαια κερδεμμένος. Αστραπή και βροντή.

Θαρρώ πως πιώτερο θες να δης τη μικρή παρά το Σκολειό, μου λέει η μακαρίτισσα, σαν είδε πως ήθελα και καλά ναρχίσω Σκολειό. Περίμενα πρώτα να γυρίση ο χρόνος. Μα ας είναι κι απ' αύριο. Να ο φύλακάς σου. Κ' ανοίγει σερτάρι, και βγάζει μαύρο τσόχινο φύλακα με χρυσά γράμματα κολλημένα απάνω. Τον πήρα το φύλακα, και κοιμήθηκα μαζί του εκείνη τη νύχτα.

Κ' οι χριστιανοί έτρεξαν και σύναξαν απ' όλα τα σπίτια φορέματα και θροφή και τους συμπονέθηκαν &1878, Μαϊού 5&. Έπεσε στα γεννήματα ακρίδα. Τόση πολλή που όντας πετούσε σκοτάδιαζε τον ήλιο. Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. &1878, Οχτώμβρη 30&. Μεγάλη ξέρα. Πείνα τρομερή στα χωριά.

Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. 1878, Οχτώμβρη 30 . Μεγάλη ξέρα, Πείνα τρομερή στα χωριά. Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα. 1879 . Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα.

Εις τα πόδια του ανδριάντος, είπεν ο Ευκράτης, ήσαν ριμμένοι πολλοί οβολοί και άλλα νομίσματα μεταξύ των οποίων και αργυρά ήσαν κολλημένα με κερί εις τον μηρόν του και πέταλα εξ αργύρου, αφιερώματα είτε διά παράκλησιν είτε ως ευχαριστία διά θεραπείαν πυρετού. Είχομεν δε τότε ένα Αφρικανόν δούλον, αχρειέστατον, ο οποίος εχρησίμευεν ως ιπποκόμος.

Οι πλούσιοι όμως τι δεν παθαίνουν από την πολυφαγίαν των, τι ποδάγρες, τι φθίσεις, τι περιπνευμονίας και υδροπικίας; Διότι αυτά είνε αποτελέσματα των πολυτελών γευμάτων. Οι περισσότεροι από αυτούς υψώνονται όπως ο Ίκαρος και πλησιάζουν εις τον ήλιον, χωρίς να σκέπτωνται ότι τα πτερά των είνε κολλημένα με κερί και ούτω πολλάκις πίπτουν με πολύν πάταγον και κατακέφαλα στη θάλασσα.

Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ' έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.

Είδαν την ημέρα ζεστή, έπιαν και καμμιά βότκα παραπάνω κ' ερρίχθηκαν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Εβουτούσαν το κεφάλι κ' έπειτα ετινάζονταν ολόρθες, με τα ξανθά μαλλιά τους κολλημένα στα ζηλευτά μαρμαροτράχηλα, με τα στήθη ολόμεστα με τα χιονάτα κορμιά στο κύμα σαν διαμαντόπετρες κλεισμένες στα ζαφείρι.

Και τα χείλια του κολλημένα στα χείλια της λευκής παρθένας, με τη δίψα μιας αλάκερης ζωής, ρουφούσαν, ενωμένα σ' ένα νεκταρικό πιοτό, τη ζωή και το θάνατο. Το πρωί οι χωριάτες, που πήγαιναν στα χωράφια, βρήκανε το γέροφιλόσοφο ξαπλωμένο στην όχθη της λίμνης. Το πρόσωπό του ήτανε γελαστό και ήμερο. Το νερό έβρεχε τα πόδια του.

Μα το αθάνατο νερό από τότε δεν εξαναφάνηκε. Μόνον δύο φορές τον χρόνο, στην πρώτη Ανάστασι και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει, δώρον ακριβό από μία στάλα στη γη. Αλλά κανείς δεν την βλέπει. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγηροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι.