United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευθύς εγώ έλαβα το χειμωνικόν και ζητούσα το μαχαίρι αλλά δεν το εύρισκα· μου λέγει αυτός, ότι είνε εδώ ψηλά εις το προσκέφαλόν μου επάνω· εγώ άπλωσα και επήρα το μαχαίρι και αιφνηδίως εμποδίσθηκα και έπεσα επάνω εις τον νέον· ω του θαύματος! και το μαχαίρι εκαρφώθη εις την καρδίαν του νέου και τον επλήγωσε θανατηφόρα και αμέσως εξεψύχησεν και εγώ βλέποντας ένα τέτοιο παράδοξον συμβάν, έμεινα όλος εκστατικός, θρηνώντας απαρηγόρητα και μεμφόμενος την κακήν μου τύχην, που με ρίχνει από δυστυχίας εις δυστυχίαν διότι ήλπιζον με το μέσον εκείνου του νέου να αναχωρήσω απ' εκείνο το ξερονήσι και βγαίνοντας εις την στερεάν να υπάγω εις την πατρίδα μου.

Κ' είδες σ' άλλην οικογένεια, που είναι ποιος άρρωστος, ποιος αδύνατος, και κανείς δε δουλεύει, πόση γρίνια και δυστυχία σωριάζεται; Ο καθένας ρίχνει τα λάθη στου αλλουνού τη ράχη, και δε βοηθούνται αναμεταξύ τους, και μαλώνουν ατέλειωτα. Έτσι και το έθνος. Είναι μιαν οικογένεια από κοινότητες.

Τρία ρίχνει στις Νεραϊδοσπηλιές, κάτι σταχτιές πέτρες που κρέμονται απάνω από τη χούνη του Λαχιού· άλλα τρία ρίχνει στον Κούνο ψηλά στο Παραδείσι και το φοβερότερο με βρισές και αναθέματα γυρίζει και το ρίχνει στον πάτο της θάλασσας αντίκρυ στο Τσιρίγο. Για τούτο σας λέγω πως τις φορτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι! Ακούτ' εμένα· τις κάνουν τα στοιχειά!...»

Σηκώνει την άγκυρα από δω κι' ύστερα από δέκα μέρες γυρίζει πάλι και ρίχνει την άγκυρά του στο ίδιο μέρος. Έκανε διακόσιους τόννους κάρβουνο στάχτη, και σαράντα χιλιάδες δραχμές καπνό. Κατάλαβες; Ο γραφέας έφυγε χωρίς να δόσει απάντηση. Άρχισε να γυρίζει απάνω, κάτω, πρύμη, πλώρη, όλο το καράβι. Δεν εύρισκε κανένα να μπορεί να μιλήσει.

Ποιος βλέπει το ρουμπίνι του και δε θαμπώνεται; Ποιος το βάνει στα χείλη και δεν ανασταίνεται; Μα τήρα τι οργή Θεού! Το κρασί λίγοι το ξέρουν στο χωριό κι ακόμα λιγώτεροι το πίνουν. Αν ήταν ξύδι θ' ανέβαιναν να το πιουν και ν' ακριβοπληρώσουν. Για τούτο, τίποτα. Η Ελπίδα το τρυγά, το ρίχνει στα βαρέλια της και προσμένει ολοχρονικής τους γλεντζέδες. Μα δεν έρχεται κανείς.

Πώς θάθελα να σώκοβε αυτή τη γλώσσα ένα πυρακτωμένο χαλινάρι. Γιατί τα όσα κακά ο κόσμος υποφέρει, από αυτή τη δύναμι πηγάζουν. Καθώς τα πλοία τον ωκεανό δαμάζουν μ' ένα μικρό πηδάλιο κι' όταν το χάσουν, πάνω στα βράχια ρίχνονται να σπάσουν, έτσι κι' η γλώσσα, ολόκληρο ένα κορμί το κυβερνάει ή το ρίχνει με ορμή στην κόλασι. Φύγε να μη σε βλέπω. Πορνεία είνε τα μάτια σου γιομάτα.

Κι’ η Κόρη η πολυγύρευτη, γροικώντας τη φωνή του, Και το γλυκό τραγούδι του, που χύνονταν καθάριο, Σα βρύση γαργαρόνερη οε μαρμαρένια γούρνα, Πετιέται στο παράθυρο, σα διψασμένο αλάφι, Να ιδή τον νιον οπώρχονταν γυναίκα να την πάρη, Κι’ άμα τον είδε στου θεριού τη ράχη καβαλλάρη, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά, με τα λιοντάρια πίσω, Βγάζει την αρραβώνα της, την πολυγυρεμένη, Που χίλιοι την εγύρευαν και χίλιοι την ζητούσαν, Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλήν αγάπη, Και του τη ρίχνει από ψηλά με το δεξί της χέρι.

Κρατιέται απ' το μαντήλι του, μαγεύεται, λιγώνει, Του ρίχνει ολόγλυκειαις ματιαίς κι' από κρυφά του λέει: — Πίσω απ' τον ήλιο, Μήτρο, ας πάη της μάνας μου το τάμμα, Ας ζήση αυτή μονάχη της, κ' εγώ με σέν' αντάμα.

Ο Λαδορρούφης αποκεί που λαβομένος στέκει, Δεν ησυχάζει ζωντανός να μένη αργός παρέκει· 450 Στη δυνατή παλάμη του ζυγιάζει το κοντάρι· Το ρίχνει θανατόνοντας στον τόπο το Νοτιάρη. Σαν το δοκήθη ο Λαχανάς λιγόστεψε η ψυχή του, Και μες τη λίμνη απήδησε να γλύση τη ζωή του.

Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα. Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του. — Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο; Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω. — Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο. Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις.