United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος τράβηξε λοιπόν το κομπόδεμα με τα νομίσματα που είχαν συγκεντρωθεί εκείνη την ημέρα και αφού το κούνησε λίγο μπροστά τους, κοιτάζοντάς τους και χαμογελώντας, το άφησε να πέσει στο χέρι του πραγματικού τυφλού και έφυγε. Ελεύθερος! Είχε όμως ακόμη την εντύπωση ότι σέρνει από πίσω τους συντρόφους του και ανησυχούσε γι’ αυτούς.

Και ιδού η δυστυχεστέρα του βίου στιγμή: Να μακαρίζης το παρελθόν, και να τρέμης δια το μέλλον. Επείνασα τότε και εστάθην εις το άκρον της οδού· και διήλθεν άρχων, ακολουθούμενος από πληθύν οικετών. — Φαίνεσαι ότι πεινάς, μου λέγει ο άρχων. Συ έχεις μικράν κοιλίαν, αλλ' εγώ δεν έχω μικρά νομίσματα δι' αυτήν· έχω μεγάλα. Τρώγεις άλλοτε.

Ο Έφις ένοιωθε οργή γι’ αυτή την απάτη και, όταν τα νομίσματα έπεφταν στο καπέλο του συντρόφου του, κοκκίνιζε γιατί του φαινόταν ότι κορόιδευε κι εκείνος τους σπλαχνικούς. Και τα κέρματα έπεφταν, έπεφταν. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι υπήρχαν τόσοι φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι στον κόσμο.

Πήγε τότες κ' η δύστυχη η Νίσιβη, που στέκουνταν προπύργιο κάθε φορά που πλάκωναν Ασιανοί προς τα δυτικά. Και δεν τούμεινε πια θάρρος μήτε να νοιαστή για την πόρεψη του στρατού του, μόνε τους άφησε απρομήθευτους, και καταντήσανε για είκοσι λίτρες θροφή να πλερώνουνε δέκα χρυσά νομίσματα, κ' ύστερα να σφάζουν και τάλογά τους και να τα τρώνε.

Και οι ώρες και οι μέρες περνούσαν και ο Έφις μέσα στις παραισθήσεις του ονειρευόταν ότι περπατούσε, περπατούσε με τους τυφλούς μέσα από τις κοιλάδες και τα βοσκοτόπια του οροπεδίου, και ονειρευόταν τα πανηγύρια, τα χρήματα που έπεφταν μπροστά του, τις φιλάνθρωπες γυναίκες, τα όμορφα παλικάρια επάνω στα ατίθασα άλογα που έτρεχαν στην πλαγιά του Βουνού και που από μακριά του έριχναν νομίσματα και προσβολές.

Πέριξ δε τα τοιχώματα έφερον γλυφάς άλλων αγίων και κοσμήματα και σταυρούς, κ' εν γένει το όλον εφαίνετο αρχαϊκόν τι εκκλησιαστικόν κατασκεύασμα εξ άλλου τινός πολυτιμοτέρου μετάλλου. Αίφνης τότε, διανοιγέντος του επικαλύμματος, εξεχύθησαν επί των χόρτων λάμποντα πολυάριθμα χρυσά νομίσματα.

Η μαμή επέμενε όσο ζούσε ότι ήταν παραίσθηση του πυρετού∙ όπως είναι γνωστό όμως, τα έλεγε όλα αυτά για να κρατήσει η Καλίνα το μυστικό. Τα νομίσματα στο μεταξύ αυγάτιζαν: αυγάτιζαν κάθε χρόνο και περισσότερο όπως τα ρόδια που έβλεπε εκείνη πράσινα και κόκκινα εκεί κάτω, τριγύρω στην αυλή του ντον Πρέντου Πιντόρ.

Τρέξε, σώσε μια ψυχή. Κράτα το μυστικό. Πάρε αυτό.» Η Καλίνα όμως έτρεμε στηριζόμενη στο δεμάτι της από ξύλα που απέναντι από τον κρεμεζί ήλιο της φαινόταν μαύρο σύννεφο. Δεν μπόρεσε έτσι ν’ απλώσει το χεράκι της και τα χρυσά νομίσματα που της έδινε εκείνη τη στιγμή ο Βαρόνος έπεσαν καταγής. Εκείνος εξαφανίστηκε.

Η διπλή αύτη ιδιότης τραπεζίτου και αρχαιολόγου δεν θέλει φανή, ως πιστεύω, ασυμβίβαστος εις τους αναγνώστας ημών, αφού έχομεν και εν Αθήναις αξιόλογον τοιούτον· επόμενον άλλως είνε οι αγαπώντες, τα νομίσματα ν' αγαπώσιν εκτός των νέων και τα αρχαία. Πλην όμως αρχαιολογικού ήτο εις το μέγαρον εκείνο και ζωολογικόν μουσείον, ή μάλλον αληθής κιβωτός του Νώε, διότι τα ζώα ήσαν ζωντανά.

Ταχέως συνελθών ο καπετάν-Θοδωρής εκ της πρώτης εκπλήξεως συνήθροισε τα εκχυθέντα νομίσματα, τα οποία εξαισίως έλαμπον υπό τον φλέγοντα ήλιον. — Σωπάτε! Δεν σας είπα ότι εδώ μέσα είνε η μοίρα σας; Γλήγορα να φύγωμεν. — Σαν είνε του χωροφύλακα; ηρώτησεν η Φανιώ. — Αυτό είνε θησαυρός κεκρυμμένος, είπεν ο πατήρ. Αυτό είνε παληό πράμμα. Και προσεπάθει να επανακλείση το δοχείον.