United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πολίτης δεν ήτον ο δραγάτης τον οποίον είχεν αφήσει οπίσω, με τον ένα χωροφύλακα, ήτον άλλος, κ' εφόρει φράγκικα. Αυτή λοιπόν ήτο η ενέδρα, την οποίαν είχεν υποπτεύσει ευλόγως αυτή, με την οποίαν ηθέλησαν να την βάλουν εις τα στενά; Ιδού ότι τώρα την έφθαναν. Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κ' επάτησεν επάνω εις το πέρασμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά.

Την στιγμήν εκείνην ήλθεν εις τον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια ότι ο ένοχος θα ηδύνατο ίσως να δραπετεύση διά της καταρρακτής και του ισογείου. Στραφείς εις τον δεύτερον χωροφύλακα του λέγει·Έχε τον νουν σου, συ! Μη μας το στρήψη από κάτ' απ' το καταχυτό, απ' την καταρρήχωσι! . . . Κ' ύστερις πού να τον χαλεύουμε; — Τι κρένεις; είπεν ο δεύτερος, μη εννοήσας αμέσως.

Ήτον υπέρ τα δύο μέτρα το ύψος, αλλ' ο Μούρος ήτον ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήτο στρωμένον με πελεκούδια και πριονίδια κ' έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής. Τρέχων ως άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, όστις έπεσε βαρύς έμπροσθεν της εξωτερικής σκάλας, κ' έφυγεν, ο Μούρτος, ως αστραπή. Έτρεξεν επάνω εις τα Κοτρώνια, εις την κατοικίαν των γλαυκών.

Είτα αίφνης τους είδε να κόπτουν προς την γωνίαν, όπου ίστατο ο υφαντικός ιστός της μητρός της, και είδε τον ένα χωροφύλακα να λαμβάνη εις τας χείρας του την σαΐτταν ή κερκίδα, ήτις θα του εφάνη ίσως και αυτή ως όπλοναφού μάλιστα καλείται και σαΐττα.

Αλλά με όλην την εκδούλευσιν αυτήν, η Γιαννού είξευρεν ότι δεν έπρεπε να περιμένη έλεος από τον χωροφύλακα. Ο άνθρωπος έκαμνε το καθήκον του.

Ταχέως συνελθών ο καπετάν-Θοδωρής εκ της πρώτης εκπλήξεως συνήθροισε τα εκχυθέντα νομίσματα, τα οποία εξαισίως έλαμπον υπό τον φλέγοντα ήλιον. — Σωπάτε! Δεν σας είπα ότι εδώ μέσα είνε η μοίρα σας; Γλήγορα να φύγωμεν. — Σαν είνε του χωροφύλακα; ηρώτησεν η Φανιώ. — Αυτό είνε θησαυρός κεκρυμμένος, είπεν ο πατήρ. Αυτό είνε παληό πράμμα. Και προσεπάθει να επανακλείση το δοχείον.

Τούτο είπεν, διότι είδε τον ένα χωροφύλακα εξηγριωμένον, κρατούντα εις την χείρα φοβερόν μαστίγιον. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχήν εις τας ικεσίας της, αλλ' εξηκολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξιν του Μώρου. Παρεβίασαν το άσυλον, το κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιόν του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει διά να κρυφθή, και μόλις επρόφθασε να μανδαλώση την θύραν.

Με ένα μόνο φτωχοκλησιδάκι μες το λόγκο ρείπιο κι ανεβλόγητο, που τόχε τάμα κάποιος χριστιανός και τόχτισε, μα δεν εδιάβηκε Δεσπότης να ταγιάση· με λίγα ψιλά από τη δεκαμερία του Κόλια του χωροφύλακα σήμερα· με το διάφορο μιας λαγίνας του Βασίλη του καμιναρά από την Κορώνη άβριο· ξερωγωποιού μεθάβριο· με μια ποντικοφαγωμένη βρώμικη παλιόψαθα στην άκρη στο ρημοκλησάκι εκεί, στρωμένη σε μιαν αγκωνή μπροστά στο ιερό, απάνω στα χαλίκια· με του αγνού στις συνήθιες και τα αισθήματα χωριού της τη φριχτήν κατακραγή και τάφτονα πυκνά μαλιά της τα τετράξανθα, που χύνονται ανεμιστά κι αξάγκλεγα στις πλάτες πίσω τις σφιχτές, κι ορμούν ολόχρυσες δεντρογαλιές στις αντζακλείδες κάτω, μοναδικό στολίδι και καμάρι της, και μια φορά, έχουν να ειπούν οι τίμιες χωριανές, θενά τα δέση πλεχταριάν ολόχοντρη, γερή, να σφίξη τον αμαρτωλό λαιμό της.

Δεν είχε δε απομακρυνθή πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να φύγη προς τα οπίσω, αλλ' είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε: — Στάσου, ωρέ Πατούχα! Ο Μανώλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας. — Είντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Θα το μαθαίνης κάτω.