United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της Θύμπρας έπεσε η μεριά στους αλογάδες Φρύγες, 430 στους Μήονες και στους Μυσούς, στους άσκιαχτους Λυκιώτες. Μα τι τα θέτε τώρα αφτά; Του κάκου τα ρωτάτε.

Μον έλα λογαριάστε τα, θεοί, κι' ας δούμε τώρα, τι λέτε, :κάλια να σωθεί, ή θέτε ο Αχιλέας 175 ναν τον σκοτώσει, τέτιονε θεοφοβούμενο άντραΤότες τ' απάντησε η θεά, η Αθηνά η Παλλάδα «Πατέρα μαβροσύγνεφε, τι λες, αστραποβγάλτη; Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της Μοίρας, θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο; 180 Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε

Γιατί και πρώτοι τρέχετε στο μήνημά μου πάντα σαν τόχει και τοιμάζουμε των προεστών τραπέζι, όπου να τρώτε βρίσκετε σφαχτά καλοψημένα, 345 και πλόσκες με γλυκό κρασί να πίνετε όταν θέτε. Τώρα θα βλέπατε ήσυχοι κι' αν τάγματά μας δέκα πριν από σας με τα βαριά κοντάρια αν πολεμούσαν

Και στάθηκε όρθιος κι' έκραξε στων Αχαιών τη μέση 830 «Ελάτε όσοι τη σφαίρα αυτή να δοκιμάστε θέτε. Τι αν έχεις και βοσκές πολλές τριγύρω και χωράφια, παρ' την και σίδερο αρκετό θενάχεις να μοιράζεις ως πέντε χρόνια απανωτά, μηδ' έφκαιρα με χέρια πίσω βοσκός ή σπάρτης σου θα σύρει στη δουλιά του835

Δεν είχε δε απομακρυνθή πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να φύγη προς τα οπίσω, αλλ' είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε: — Στάσου, ωρέ Πατούχα! Ο Μανώλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας. — Είντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Θα το μαθαίνης κάτω.

Κύριε δήμαρχε, είπε, δεν καταλαβαίνω τι θέτε να κάμετε; πώς μαθές, ληστάδες είμεστα, ή φονιάδες; Δεν έχω μαθές δικαίωμα να παντρέψω τη θυατέρα μου; Στα τίμια πράματα δεν έχω κανεί ανάγκη! Και τα λεγε αυτά θυμωμένος, με πολλή αγανάχτησι. — Ίσια ίσια γέρω Μαρούπα, που δεν είνε τα πράματα τίμια!

Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;... Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν ταραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Κι' ακόμα αφτό με πρόσταξε να πω· να πάψτε, αν θέτε, τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους 395 να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσειΕίπε, κι' εκείνοι σώπασαν δίχως να βγάζουν λέξη. Μα με καιρό τους λάλησε ο θαρρετός Διομήδης «Τώρα όχι! α μη δεχτεί κανείς του Πάρη μήτε βιος του 400 μήτε Λενιό.

Τότες του λέει ο ξακουστός παλικαράς Διομήδης «Εδώ' ναι αφτόςμην τρέχετε πιο αλάργααν θέτε ως τόσο 110 ν' ακούστε κι' ότι εγώ θα πω κι' αν δεν κακοφανεί σας που τάχατε είμαι απ' όλους σας πιο νιος εδώ στα χρόνια. Μα απ' άρχοντα γονιό κι' εγώ πως σπάρθηκα παινιέμαι, απ' τον Τυδιά που γης χυτή στη Θήβα τον σκεπάζει.