United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γιάννος παρηκολούθει τας κινήσεις των εκείνας περιέργως· εφαίνοντο ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι δεν έκαμνον τίποτε άλλο παρά ητοιμάζοντο πυρετωδώς εις ευωχίαν· εφαίνετο ότι όλη των η ζωή ούτω διήρχετο. Αλλ' ο Γιάννος δεν έβλεπε κανένα ζώον εις την αυλήν· ποίον θα ήτο το θύμα των; Μήπως εγίνοντο δι' αυτόν όλαι εκείναι αι ετοιμασίαι; Και ποίος να τον εμποδίση, από ποίον να εύρη προστασίαν!

Και καταβιβάσασα την μανδήλαν της προς τους οφθαλμούς, ίνα μη φαίνωνται τα δάκρυά της, ηκούσθη ψιθυρίζουσα: Ακλάδευτο! άσκαφο! χολεριασμένο! το καϋμένο το αμπελάκι μου! Ποιος να του τώλεγε, πως θα το καλλιεργήσουμε πάλι! Και έβλεπε και έλεγεν ηρέμα, ομιλούσα μόνη της: — Μια μαύρη σκιά, μέσα καταμεσής, στέκει, σαν να μοιρολογάη.

Εφαίνοντο όμως ότι εφιλοσοφούσαν ή διά τον φιλόσοφον Αναξαγόραν ή διά τον αδελφόν του τον Οινοπίδη· διότι έβλεπε κανείς ότι εχάραττον κύκλους και απεμιμούντο μερικάς ουρανίας κλίσεις ενούντες τα άκρα των χειρών των με μεγάλην σοβαρότητα και προσοχήν.

Και απόδειξις είναι ότι το μεταχειρίζεται συχνά προς τούτο. Όλα αυτά κυρίως με το ρ απομιμούνται τα όντα. Διότι, νομίζω, έβλεπε ότι η γλώσσα εις αυτό το στοιχείον, διόλου δεν μένει στάσιμος, αλλά σείεται υπερβολικά. Δι' αυτό μου φαίνεται ότι μετεχειρίσθη αυτό τόσον πολύ εις αυτά. Το δε ιώτα πάλιν είναι κατάλληλον εις όλα τα λεπτά, τα οποία είναι πολύ επιτήδεια να διαπερνούν τα πάντα.

Έγερνε, μας έβλεπε με μάτια πλημυρισμέν' αγάπη· μας εξανάλεγε χαϊδεφτά, — Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης; — Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Μου τήνε σπάραξε την καρδιά! Το μικρό ταδερφάκι ήταν ξεπεταμένο λίγο· μα ήταν και μωρουδάκι ακόμα. Ήθελε να χαζέβη δώθε κείθε μέσα το σπίτι, και ταφίναμ' ελέφτερο. Σαν είδε που ξυπνήσαμ' εμείς, του είπε ο άγγελός του εξύπνησε κι αφτό.

Μεγάλα, κάτασπρα και μαλακά μαλλιά έπιπταν κάτω· εις ολίγον έγιναν μία στοίβα μεγάλη. — Ω! εσυλλογίζετο η Φωτεινή· κανείς πλέον δεν θα κρυώνη εις το σπίτι· δι' όλους θα κάμη η μητέρα μου σκεπάσματα!.. Έκοπτεν, έκοπτεν· εστάθη όμως έπειτα και έβλεπε με απορίαν. — Αλλ' αυτά, αντί να ολιγοστεύουν επάνω εις το αρνί, όσο τα κόπτω γίνονται περισσότερα! Ούτε ένα κάρρο ούτε δύο, δεν θα τα χωρέσουν!

Αν όμως, σάνε φιλιώνουνταν πάλε, φύλαγε η Ανατολή τον παλιό σεβασμό προς τη Δύση, ο λόγος δεν έρχεται μήτ' από τον Απόστολο Πέτρο μήτ' από άλλη παρόμοια παράδοση, παρ' από το μαγικό τόνομα της Ρώμης, που την έβλεπε πάντα η Ανατολή σα δοξασμένη μητέρα της, γέρικη ίσως και μα το ναι πεθαμμένη, μα σαν είδος μητέρα πάντα. Λόγος ανθρώπινος, κι όχι θεϊκός.

Ήτο λίαν καλοφορεμένος και σεβαστός κύριος, και ο κυβερνήτης του κοττέρου τον έβλεπε διά πρώτην φοράν. — Κάνεις το εμπόριο των τυριών του λόγου σου; τον ηρώτησεν ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι. — Όχι, είμαι έπαρχος, απήντησε μετά σοβαράς υπεροψίας ο κ. Καψιμαΐδης . . . — Α! κατάλαβα . . . Και δεν αντήλλαξαν πλέον λέξιν καθ' όλον τον πλουν.

Ο σύζυγος, αυτή και η ξυλίνη αντίζηλος θα ζώσι του λοιπού και οι τρεις μαζή, υπό την αυτήν στέγην θα είνε αχώριστοι. Αντίζηλον με οστά και σάρκα δεν θα υπέφερε βέβαια· ω! θα ήτο ικανή να της βγάλη τα μάτια! αντίζηλον όμως από ξύλον . . . δεν πηγαίνει να έχη δέκα, ο καλός σύζυγος. Κάτω οι όροι, κάτω αι συμφωνίαι του λοιπού . . . Και έβλεπε και έβλεπε και δεν εχόρταινε να βλέπη και ν' αγάλλεται.

Εφαντάσθην ότι ήτο η ψυχή της γυναικός μου και έκλαυσα. Ω, προ πόσου καιρού δεν έχυσα δάκρυα! Έκλαυσα και ωμίλησα προς την λευκήν περιστεράν. Είπα της ψυχής μου τον πόνον. Και με ήκουεν η περιστερά και μ' έβλεπε με το θλιβερόν βλέμμα της. Είπα την ελπίδα μου ότι επέρχεται των δεινών μου η παύσις, ότι θα συνενωθώμεν και πάλιν.