United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' αυτά θα με κάνετε να πεθάνω. ΑΡΓΓΑΝ Αχ! γυναικούλα μου; έλα κοντά μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Τι έχεις, αντρούλη μου: ΑΡΓΓΑΝ Έλα, τρέξε να με νοιώσης. ΜΠΕΛΙΝΑ Τι τρέχει λοιπόν; τι συμβαίνει, παιδί μου; ΑΡΓΓΑΝ Αγαπημένη μου! ΜΠΕΛΙΝΑ Αγαπημένε μου! ΑΡΓΓΑΝ Μ' εσύγχισαν! ΜΠΕΛΙΝΑ Ω! τον καϋμένο τον αντρούλη μου! Πώς σ' εσύγχισαν, αγάπη μου; ΑΡΓΓΑΝ Η πανούργα η Τουανέττα σου ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο αυθάδης.

Ιδέ το τι ωραία κινεί τα ποδάρια του, και πώς κρατεί υψηλά την κεφαλήν του. Είναι ιδικόν μου παιδί και αυτός· και μα την αλήθειαν, δεν είναι άσχημον το καϋμένο! Κουά, κουά, έλα μαζή μου να σου δείξω τον κόσμον, και να σε παρουσιάσω εις τον ορνιθώνα. Έλα κοντά μου διά να μη σε πατήση κανείς, και πρόσεχε την γάταν. Και υπήγεν η πάπια εις τον ορνιθώνα με όλην την συνοδείαν της.

Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Τόσο ήτον αδύνατη μέσ' τη μέση της μανισμένης χλαλοής του τρικυμού και 'ςτήν ταραχή των κατεβασμένων λαγκαδιών. Το καϋμένο το ζώο μου, ολόγυμνο, με κρεμασμένο το σαμάρι από τη ζερβιά του μεριά, τώπνιγε η βροχή. Εγιάλιζε μουσκεμμένη η τρίχα του κ' έσταζε το νερό από τ' αυτιά τα κατεβασμένα, από τα ρουθούνια τα χαρβαλωμένα, από την κοντή χύτη, από την μακριάν ουρά, από την κοιλιά, απ' ολούθε.

Τώχασα, το καϋμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα! . . .

Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· Στα ποδάρια του τ' αρπάζει. Στον αγέρα το σηκόνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο. Αφινέ με έτζι να ζήσης. Μια χαψιά κορμί για σένα Είναι είδος στα χαμένα· Αλλο βρες να κυνηγήσης.

Να μη σε λησμονήσω; Ναι, καϋμένο μου πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόποντην σαλευμένην τούτην σφαίραν έχει ακόμη.

Τον καϋμένο! πώς αγαπούσε την Ελλάδα θυμάσαι, τι έλεγε πάντα; Μη λησμονής ότι είσαι Έλλην και έχεις την υποχρέωσιν να ήσαι ωραίος.

Μα, καϋμένο παιδί, έλεγε η μάνα μου, μέλι 'χει αυτή η κοπελιά; Εγώ τώξερα τι μέλι είχεν ή μάλλον τώρα άρχιζα να το νιώθω, διότι έως τότε η αγάπη μου ήτο αίσθημα κατά πολλά αυτοαγνοούμενο και μιμητικό. Τώρα όμως άρχιζε να καίη και να διαφωτά μέσα μου μια φωτιά που δε μ' άφηνε να την αγνοώ. Αλλά σ' αυτή την αυτοανακάλυψη με βοήθησε και το Βαγγελιό.

Δεν ξέρω πού βρέθηκε με τέτοιο χειμώνα και ήρθε ο Χρήστος πούνε γραμματικός του νεροδικείου εις την Αγία Άνναχωρίον της Ευβοίαςκι' έψαλε το «χερουβικό» και το «Μεγάλυνον ψυχή μου» πολύ ώμορφα. Αμ' να ιδήτε πάλιν και μια ταραχή. Κρίμα τον καϋμένο!