United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ζουάν Μαρία μου έφερε κάποτε μια. Ένοιωσα ότι είχε τη μυρωδιά του κακού και έπεσα καταγής σαν να πέρασε άνεμος. Τι πρέπει να κάνω, ψυχή μου; Εάν δε σώσω την ψυχή μου, τι άλλο έχω αδελφέ μου;» «Τα λεφτά όμως του πεθαμένου τα πήρες, μπαγαμπόντηείπε ο Έφις. «Δικά μου ήταν. Τι τα θέλει τα λεφτά ένας πεθαμένος; Ένα σου λέω: δεν έκλεψα ούτε έχυσα ποτέ αίμα. Ούτε τ’ αδέλφια του Ιωσήφ έχυσαν αίμα.

Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς του εκείνην την διήγησιν.

Αν η αγάπη είνε του Χριστού η εντολή, μα τότε, φυσικά 'γώ είμαι η καλλίτερη διακόνισσα, γιατί όπως εγώ σ' επόθησα, όσον εγώ σε λαχταρώ, άλλη καμμιά να το πιστέψω δεν μπορώ πώς έχει τόση δοκιμάσει επιθυμία, τον καρπό της ωμορφιάς σου να δαγκάση. Έχυσα τόσα δάκρυα σαν σε θυμώμουνα που θα μπορούσα, μέσα τους πέφτοντας, να πνιγόμουνα.

Αχ, εγώ σε ξαναβλέπω, ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν αποφασισμένος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα ότι βάρβαροι σε είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε είχε καταλύση· είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να μου σφουγγίσης τα δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω Σαέδ, του είπα και σου ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω και να αποθάνω.

Φθάνοντας η ημέρα του μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και είπα του Ούρμα αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την επιμέλειαν του σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά την τιμήν μου, και πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου Γαντζάδα, και μη την αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το αυτό αμανάτι που σου αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς σου το άφησα.

Ο κήπος είναι απλούς και αισθάνεται κανείς ευθύς άμα εισέλθη, ότι το σχέδιον δεν έχει διαγράψει επιστήμων κηπουρός, αλλά μία ευαίσθητος καρδία, που ήθελε να απολαύση τον εαυτόν της εδώ. Ήδη πολλά δάκρυα έχυσα διά τον μακαρίτην εις την ετοιμόρροπον έπαυλιν, όπου πολύ ηγάπα να διαμένη, και όπου και εγώ ευχαριστούμαι.

Εκείνοι οι κυνηγοί πραγματευταί με έλαβον εις την συνοδείαν που εκατοικούσαν όλοι μαζί, και μου έκαμαν μεγάλας περιποιήσεις. Εγώ εκεί έχυσα όλα μου τα πετράδια έμπροσθεν εις εκείνους, και τους επαρακάλεσα, να λάβη καθένας όποια και όσα του αρέσουν.

Η πλόσκα μας δεν είταν άδεια ποτές. Πρι να το φέρω όμως, πρόλαβα κ' έχυσα μέσα και λίγο σπίρτο. Το κρασί έπρεπε να δουλέψη γλήγορα, πρι νάρθη ο γέρος, κι άλλο τρόπο δεν είχε. Τακ τακ έκανε η καρδιά μου να μην έρθη και χτυπήση πρι να μεθύσουνε. Δεν αργίσανε να τα χάσουν. Ο ένας έσκυψε το κεφάλι του μπρος, ο άλλος τόρριξε πίσω και κοίταζε το ταβάνι μουρμουρίζοντας μισά λόγια. Ανοίγω την πόρτα.

Είδε, από τα επεισόδια της φωτιάς, του πηδήματος από την εκκλησιά, της ενέδρας κατά των λεπρών, ότι ο Θεός μας είχε πάρει στην προστασία του. Θυμήθηκε τότε το παιδί που, παληά, έπαιζε την άρπα στα πόδια του, και τη χώρα του Λοοννουά που για χάρι του εγκατέλειψα, και τη λόγχη του Μόρχολτ, και το αίμα που έχυσα για την τιμή του.

ΚΟΒΙΕΛ Ύστερ' από τόση περιποίησι και τόσες φροντίδες και τόσες δουλειές που της έκανα στην κουζίνα! ΚΛΕΟΝΤ Τόσα δάκρυα που έχυσα στα πόδια της! ΚΟΒΙΕΛ Τόσους κουβάδες νερό που έβγαλα από το πηγάδι για χάρι της! ΚΛΕΟΝΤ Τόση φλόγα που αισθάνθηκα γι' αυτήν, να την αγαπώ πειο πολύ από τον εαυτό μου! ΚΟΒΙΕΛ Τόση φλόγα που μ' έπαιρνε απ' τα μούτρα να γυρίζω τη σούβλα για να μην κουράζετ' εκείνη!