United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πόθος για κάτι νέο, κάτι ασυνήθιστο, κάτι που να έκοβε τη μονοτονία του καθημερινού, έσμιγε τη στιγμή αυτή με την ανάμνηση του περασμένου και μ' έναν τόνο, που δεν μπορούσε να του αντισταθή κανείς, φώναξε: — Θέλω να πάω εκεί· θέλω να πάω εκεί, Γιώργο. Μα την ίδια στιγμή ένοιωσα τον εαυτό μου να γυρίζη στην πραγματικότητα.

Επιτέλους μια μέρα η κυρία, όταν είδε ότι είχα γίνει τελείως καλά, με ρώτησε ποιες ήταν οι προθέσεις μου. Της είπα ότι ήθελα να έρθω εδώ, στις θείες μου τις οποίες είχα παρουσιάσει σαν ευκατάστατες. Τότε μου αγόρασαν το εισιτήριο για το ταξίδι και μου χάρισαν και ένα ποδήλατο. Κατάλαβα ότι ήταν καιρός να φύγω και αναχώρησα. Έτσι ήρθα εδώ. Πόσο ένοιωσα ελεύθερος στην αρχή!

Πρώτα πρώτα ένοιωσα πως κοινωνία Ελληνική δεν είναι η κοινωνία που ζει μέσα στα σύνορα του Ε λ λ α δ ι κ ο ύ κράτους, παρά όλοι οι Έλληνες που βρίσκονται στον κόσμο, όσοι δεν έγιναν ακόμη ούτε ξένοι, ούτε κοσμοπολίτες, γιατί κάτι τους συνδέει όλους αυτούς αναμεταξύ τους. Και είδα την Ελληνική αυτή κοινωνίαλιμνοθάλασσα αποκοιμισμένη.

Πάντα ένοιωσα μέσα μου κάτι σαν ξάφνισμα, πάντα είχα το αίστημα πως όλα όσα ζούσα είτανε μόνο κατά το μισό πραγματικότητα, πάντα η τάση μου είταν από κείνο που υπήρχε προς εκείνο που έμελλε να έρθη, προς το άγνωστο. Πάντα ονειρεύτηκα την ευτυχία μου κ' η ευτυχία δε μου παρουσιάστηκε ποτέ μ' άλλη μορφή από την οικογενειακή.

Πόσο κάθησα έτσι εκεί, δεν το θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως νύχτωσε και πως τρόμαξα όταν ένοιωσα πως η γυναίκα μου είτανε γονατιστή μπροστά μου κι ακκουμπούσε το κεφάλι της στα χέρι μου. Είχε ρθει τόσο σιγά, ώστε δεν την άκουσα κ' η φωνή της είχε τόσο ήσυχο τόνο, όταν είπε: — θέλω να ζήσω για σένα, Γιώργο, για το Σβεν και τα μεγάλα αγόρια μας.

Μα ένοιωσα κιόλας πως ο φόβος που είχε, πως δε μοιράζουμαι τον πόνο της όσο ήθελε, ερχότανε από την ιδέα που είχε πως όλα όσα έκανα, όλα όσα στοχαζόμουν κ' έλεγα γινόντανε μόνο και μόνο για να την ξαναφέρω στη ζωή. Αυτά στοχαζόμουνα τώρα. Μα έπειτα από κείνο το βράδι, καθώς το παρατήρησα καλά ο ίδιος, άλλαξε ο τρόπος μου προς τη γυναίκα μου.

Δεν έχω να φοβηθώ, — δεν έχω τίποτε να φοβηθώμάλιστα, — εφ' όσον δεν θα κάμω την ανοησίαν να καταγγελθώ εγώ ο ίδιος. Μόλις απήγγειλα τας λέξεις αυτάς, οπότε ένοιωσα να μου περνά πάγος την καρδιά μου.

Έπειτα από λίγο είμουνα στην κρεβατοκάμαρα κ' είδα πως η γυναίκα μου είταν αναίσθητη. Ακροάστηκα την αναπνοή της, έπιασα το χέρι της και δοκίμασα να της μιλήσω. Ένοιωσα πως όλα είτανε μάταια και κατέβηκα να μιλήσω ο ίδιος με το γιατρό στο τηλέφωνο, όχι γιατί πίστευα πως είταν αναγκαίο, μα γιατί νόμιζα πως έπρεπε να το κάμω.

Κι όταν τώρα μου ήρθε αυτή η ανάμνηση τόσο καθαρά, όσο δεν μπορούνε να το αποδώσουνε τα λόγια, μου φάνηκε πως εκείνο, που είχα πει τότε, της έκαμε μιαν εντύπωση διαφορετική παρότι είταν το νόημά μου κ' ένοιωσα στην καρδιά μου μια κεντιά, σα να της έκαμα κακό δίχως να το θέλω. Μ' έκοψε λέγοντας: — Δεν μπορώ να το εννοήσω αυτό. Ούτε να πιστεύω, ούτε να μην πιστεύω ! Πρέπει να κάνω ένα από τα δυο.

Έπεσα κει από την τρομάρα την κούραση, τη φρίκη, την απελπισία, την πείνα. Σε λίγο οι καταβλημένες μου αισθήσεις παραδοθήκανε σ' έναν ύπνο, που έμοιαζε περισσότερο με λιποθυμία παρά με ανάπαυση. Ήμουνα σ' αυτήν την κατάσταση αδυναμίας κ' αναισθησίας και ανάμεσα ζωής και θανάτου, όταν ένοιωσα να με πλακώνει κάτι, που σάλευε απάνω στο σώμα μου.