United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν μου· και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου, έπιασα την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του θηρίου.

Ω έλα να σε πιάσω!... Δεν σ' έπιασα, αλλά εκείνα τα 'μάτια μου σε βλέπουν!... Ω φάντασμα απαίσιον, δεν είσαι κ' εις το χέρι καθώς ς' τα μάτια αισθητόν; ή μη δεν είσαι άλλο παρά μαχαίρι φανταστόν, απάτης μόνον πλάσμα που το γεννά η κεφαλήτην έξαψιν της θέρμης; Όμως σε βλέπω πάντοτε, ψηλαφητόν σε βλέπω καθώς αυτό, που το τραβώ από την θήκην τώρα!

Ο Ούρσος ήτο τωόντι πλησίον του. Ο Χίλων έπεσε πρηνής και ήρχισε να οιμώζη: «Ούρσε! . . . Διά το όνομα του Χριστού! . . . — Μη φοβείσαι τίποτε, τω είπεν. Ο Απόστολος με διέταξε να σε προπέμψω έως την θύραν. Ο Χίλων ανεσήκωσε την κεφαλήν. «Τι λέγεις; Πώς; Δεν θα με φονεύσης;» — Όχι· δεν θα σε φονεύσω, και αν σε έπιασα πολύ βιαίως και σου έβλαψα τα κόκκαλα, συγχώρησέ με!

Έτρεξα προς αυτούς, ανατριχιάζοντας έπιασα το χέρι της, και το εφίλησα. Μόλις είχαμεν ανέλθει, και η σελήνη ανέτειλεν πίσω από τον θαμνώδη λόφον· ωμιλούσαμεν περί ποικίλων, και ανεπαισθήτως ήλθαμεν πλησιέστερα εις τον σκοτεινόν κύκλον.

Γιατί πριν πέσει ο Πάτροκλος, προτίμαε ναι η καρδιά μου 100 να μη σας σφάζω, κι' έπιασα πολλούς και σας πουλούσα· μα τώρα πάει πια, από χαμό δε σώζεται όπιον στείλει στα χέρια αφτά του Κρόνου ο γιος εδώ μπροστά στο κάστρο, και κάθε οχτρό, μα μάλιστα γιο του Πριάμου αν πιάσω. 105 Μα, βλάμη, πέθανε κι' εσύ, γιατί έτσι κλαις; Να, πήγε κι' ο Πάτροκλος που πιο πολύ σα ν' άξιζε από σένα.

Εγώ μην ημπορώντας πλέον να υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην.

Καθόταν εκεί και συλλογιζότανε τη μητέρα του και συλλογιζότανε πως όλα γίνανε τόσο σοβαρά μεμιάς. Πρώτη φορά παρατήρησα πόσο είχε μεγαλώσει και του έπιασα τα χέρι σαν ενός συνομίληκου. Έτρεμε το πρόσωπο του παιδιού, που είτανε μόνο δέκα χρονών, μα δεν μπορούσε να βγάλη λέξη.

Και της έπιασα το χέρι και μου φάνηκε πως ο κόσμος είτανε δικός μου. ................................................................. Κομματάκια! κομματάκια! κομματάκια! ................................................................. Όχι! όχι! Δε θέλω ακόμη· έπρεπε πάντα να συλλογιούμαι το περιβόλι με τη χαρά του. Μου έρχεται ησυχία σαν το θυμούμαι. Αλήθεια που έφεγγε τότες πολύ!

ΓΛΟΣΤ. Φίλε καλέ, παρακαλώ, ειπέ μου ποίος είσαι; ΕΔΓΑΡ Ένας πτωχός απ' την οργήν της Τύχης δαμασμένος, ένας που τον εμάλαξαν τα πάθη και οι πόνοι και συμπονεί τους δυστυχείς. — Έλα, το χέρι δος μου, να σ' εύρω καταφύγιον. ΓΛΟΣΤ. Ω! των θεών η χάρις τα όσα μ' έκαμες, διπλά να σου τ' ανταποδώσω! ΟΣΒ. Προκηρυγμένε! Σ' έπιασα! Την τύχην μου θα κάμη τ' αόμματο κεφάλι σου. Επλάσθηκ' επί τούτου!

Κ' έτσι απ' αύριο κιόλας άρχισα να πηγαίνω στη «Μεγάλη Σχολή». Έπιασα με την καρδιά μου τη δουλειά, και σε λίγο πρόδεψα τόσο, που διάβαζα Πολίτικη φημερίδα και την καταλάβαινα. Θυμούμαι που παραδίνουμουν το Χρυσόστομο. Ανέβαινα κάθε βράδυ στον ηλιακό του Σιορ Φωτάκη, άμα άρχιζαν οι γυναίκες ταργόχειρο κι ο γέρος τις ζουγραφιές του και σπούδαζα.