Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Ποια τώρ' απ' όλαις σας θα 'πή πως δεν χορεύει; Εάν καμμιά την δύσκολην θελήση να μας κάμη, παίρνω τον όρκον μου εγώ πως της πονούν οι κάλοι. Ωραία δεν σας έπιασα; — Καλώς τους άρχοντάς μου!

ΠΥΘ. Αλήθεια, αυτό είπα, Λυσία. ΛΥΣ. Πώς θέλεις να την υποφέρω, Πυθιάς, αυτήν την Ιόεσσαν που τώρα κλαίει, αφού την έπιασα να κοιμάται με ένα νέον και να μου κάνη απιστίες; ΠΓΘ. Μα τέλος πάντων, Λυσία, μη λησμονής ότι είνε εταίρα. Αλλά πότε την έπιασες να κοιμάται με άλλον; ΛΥΣ. θα είνε έξ μέρες τώρα• έξ βέβαια, αφού ήτο δευτέρα του μηνός και σήμερα έχομε εφτά.

Εγώ με το να μην ήμουν μακράν από την παραθαλασσίαν, και ηξεύροντας καλά να πλεύσω έπιασα την γην ευθύς, την οποίαν χίλιες φορές την εφίλησα, ευχαριστώντας τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου.

Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα·Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα.

Δυνατώτερα και ισχυρότερα τον έπιασα εγώ!, έλεγε η Νεράιδα του Πάγου. Τότε ετραγουδούσαν αι Κόραι του Ηλίου το άσμα του οδοιπόρου που η θύελλα του συμπαρέσυρε το επανωφόρι του μακρυά. — Ο άνεμος επήρε το περίβλημα, αλλ' όχι και τον άνθρωπον. «Ημπορεί να τον πιάσετε, αλλά όχι και να τον κρατήσετε στερεά, Σεις Παιδιά της Δυνάμεως. Είναι ισχυρότερος, είναι πνευματωδέστερος από εμάς!

Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα.

Ποιος θα σας βάλη στεφάνια ύστερ' από μένα; ποιος θα αναθρέψη τα δυστυχισμένα τ' αρνιά; ποιος θα περιποιηθή τον τραγουδιστή το τζίτζικα, που εγώ τον έπιασα με πολύ κόπο για να με κοιμίζη, λαλώντας κοντά στη σπηλιά; να τώρα εγώ αγρυπνώ για το Δάφνη κ' εκείνος του κάκου λαλάει. Τέτοια υπόφερνε, τέτοια έλεγε, μην ηξέροντας το όνομα του έρωτα.

Έσπρωξε το κάθισμά του προς το ιδικόν μου, έκλινε πλαγίως προ εμέ και μου είπε χαμηλοφώνως, διά να μην ακούσουν οι παρακαθήμενοι. — Απόψε υπογράφεται το συμβόλαιον της μεγάλης υποθέσεως και αύριον πρωί τα δυο άλλα, ώστε αύριον το απόγευμα, εις τας τρεις να πας εις την μπυραρία μας και να με περιμένης. Το σπιτάκι εκείνο το έπιασα, και μεθαύριο κουβαλιούμαι.

Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου! — Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις; Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ' επήραμε τον δρόμο. Ο ΓεροΜούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από την θύρα του χανιού.

Έπειτα από λίγο είμουνα στην κρεβατοκάμαρα κ' είδα πως η γυναίκα μου είταν αναίσθητη. Ακροάστηκα την αναπνοή της, έπιασα το χέρι της και δοκίμασα να της μιλήσω. Ένοιωσα πως όλα είτανε μάταια και κατέβηκα να μιλήσω ο ίδιος με το γιατρό στο τηλέφωνο, όχι γιατί πίστευα πως είταν αναγκαίο, μα γιατί νόμιζα πως έπρεπε να το κάμω.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν