United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ελληνοδιδάσκαλος, όστις εκάθητο βλέπων τους παίζοντας το &κιάμο& εις παράπλευρον καφενείον, παρακληθείς μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη. Εισήλθεν ορθός, δύσκαμπτος, έλαβε το γραμμάτιον, παρεκάλεσε τον κυρ-Μαργαρίτην να τον δανείση τα γυαλιά του και ήρχισε να συλλαβίζη τους λατινικούς χαρακτήρας. — Πρέπει να είνε αγγλικά, είπεν, εκτός αν είνε γερμανικά. Από πού έρχεται αυτό το δελτάριον;

Εδίστασεν, ήρχισε και πάλιν τον εντός του δωματίου περίπατον συλλογιζόμενος συγχρόνως και τον Λιάκον, και τους μαθητάς του, και τας δύο θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους, και τον γυμνασιάρχην.

Αλλ' όταν μία καταστρεπτική πλημμύρα του Κηφισσού, η οποία κατέστρεψεν όλας σχεδόν τας εξοχάς των Αθηνών, εξηφάνισεν ολοτελώς και το περίφημον περιβόλιον του Γέρω-Λαχανά, τα δε παιδία μόλις εσώθησαν επί της στέγης της οικίας των, ο Σπύρος ήρχισε να συλλογίζηται πάλιν ως και την άλλην φοράν και να θέλη να φιλοσοφήση επί των καταιγίδων και των πλημμυρών. — Τώρα τι να κάμωμεν!

Ότε δε ο Γύλιππος έκρινεν ότι έφθασεν η κατάλληλος στιγμή, ήρχισε την έφοδον· ότε δε συνεκρούσθησαν οι δύο στρατοί, η μάχη εγίνετο μεταξύ των τειχισμάτων, όπου το ιππικόν των Συρακουσίων και των συμμάχων ουδεμίαν ωφέλειαν παρέσχεν.

Ο Γύφτος εστάθη έμπροσθεν της θύρας. — Πίσω, της είπε. Μη τα κάμνης αυτά τα χωρατά. — Χωρατά; είπε μετά πικρίας η νεάνις. Και ήρχισε να κλαίη. Τότε ο Πρωτόγυφτος συνεκινήθη, και ικέτευεν αυτήν μειλιχίω τω τρόπω·Μείνε, κορίτσι μου. Εγώ ορκίζομαι ότι δεν θα πάθης κανένα κακό. Δεν σ' έφερα διά κακό εδώ. Πού θα πας νύχτα μονάχη σου; Απόψε θα μείνωμε οι δυο μας εδώ.

Τοσαύτην δε πεποίθησιν ενέφαινε το ήθος αυτής και ο λόγος, ώστε και αυτός ο αυθόρμητος συνήγορος της Αϊμάς ήρχισε να κλονίζεται. Επί τέλους δεν εγνώριζε την νέαν και ήτο ενδεχόμενον να είνε και κλέπτρια, όπως εβεβαίου η Εφταλουτρού.

Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.

Εννόησας λοιπόν ότι εις μάτην εφόνευσε τον αδελφόν του, ήρχισε να κλαίη· αφού δε έκλαυσε και εθρήνησε διά την συμφοράν την οποίαν τω επήνεγκεν ο θάνατος ούτος, επήδησεν επί του ίππου του σκοπεύων να τρέξη αμέσως εις τα Σούσα και να εκστρατεύση κατά του μάγου.

Ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την σούβλαν με το σφαχτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των δύο χωρικών και της λογομαχίας των. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά-σιγά το μαχαίριον το απεγύμνωσεν από το θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά του σφαχτού, το οποίον έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το κατεβρόχθισεν απλήστως.

Και ο μεν Δημοσθένης ευθύς άμα ήρχισε την οχύρωσιν του χωρίου έπλευσε προς την Κέρκυραν, διά να παραλάβη τους εκείθεν συμμάχους και μεταβή εις την Σικελίαν όσον το δυνατόν γρηγορότερα, ο δε Χαρικλής, περιμείνας μέχρις ου ετελείωσεν η οχύρωσις του χωρίου και αφήσας εκεί φρουράν, επέστρεψαν ύστερον εις τας Αθήνας και αυτός και οι Αργείοι συγχρόνως.