United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τα λόγια της Ελπίδας τον έντυσαν με την υπομονή και την αυτοπεποίθηση. Μάλιστα ντράπηκε που ντράπηκε. «Κάλλιο γυμνός παρά με ξένα ρούχα κι' ας είν' και του πατέρα μου» σκέφτηκε. Γυμνός ως που να υφάνη με τα χέρια του καινούριο παννί. Έβλεπε ξάστερα πως για να το υφάνη αυτό το παννί έπρεπε να καθίση σε άλλον αργαλειό κι όχι σε κείνον που καθόταν ο αδερφός του. Εκείνος ήταν παλιός.

Το λυχνάρι άναβε επάνω στο παλιό κάθισμα και έμοιαζε η μικρή του φλόγα να κρατά θλιμμένη συντροφιά στην ντόνα Ρουθ που καθόταν ακόμη ακίνητη με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας και τα χέρια εγκαταλειμμένα, το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, και τις αρθρώσεις τους επάνω στο ξύλο. Το μισό της πρόσωπο ήταν φωτισμένο, χλωμό και το άλλο μισό ήταν στη σκιά, σκοτεινό.

Στο αναμεταξύ η ντόνα Νοέμι είχε κατέβει με το τηλεγράφημα στο χέρι, αλλά δεν αποφάσιζε να το διαβάσει, λες και της άρεσε να μεγαλώνει την αγωνία και την περιέργεια του υπηρέτη. «Έστερ», είπε, ενώ καθόταν στον πάγκο πλάι στο τζάκι, «γιατί δεν βγάζεις το σάλι;» «Έχει λειτουργία στην εκκλησία σήμερα το πρωί∙ θα ξαναβγώ. ΔιάβασεΚάθισε κι εκείνη στον πάγκο και η ντόνα Ρουθ την μιμήθηκε.

Φαινότανε τόσο ανόρεχτος, ώστε η μαμά τον πήρε στην αγκαλιά της και τονέ χάδεψε και θύμωσε με τον ηλικιωμένον κύριο, που δεν ένοιωσε πως ο μικρός καθόταν εκεί λυπημένος γιατί ο κόσμος δε νιαζότανε πως ένα μικρό παιδάκι είναι χαρούμενο. Ο Σβεν δε μιλούσε άμα βγήκε στο δρόμο· έπειτα όμως είπε ψιθυριστά, σα να είχε φόβο μην τον ακούση κανείς: — Αυτός δεν είτανε βέβαια ευγενής κύριος.

Βλέποντας τη γριά που καθόταν κοντά στα πόδια του με την μποτίλια στην ποδιά της, σήκωσε μόλις τα θολά του μάτια και περίμενε με υπομονή, σαν να ήξερε κιόλας τι ήθελε να του πει. «Έφις, είσαι άνθρωπος του Θεού και μπορείς να μου μιλήσεις ειλικρινά. Η ντόνα Έστερ όμως δεν φαίνεται πουθενά και μια μέρα που πήγα σπίτι τους η ντόνα Νοέμι μου τα έψαλε για τα καλά∙ άκουσα ένα σωρό βρισιές.

Του φαινόταν πως περπατούσε μαζί της επάνω στην άμμο κατά μήκος του ποταμού, κάτω από το φεγγάρι: πήγαιναν, πήγαιναν σιωπηλοί, φρόνιμοι. Έφτασαν στη δημοσιά πλάι στο γεφύρι. Εκεί κάτω το όραμα μπερδευόταν. Υπήρχε ένα κάρο και επάνω του καθόταν η Λία, κρυμμένη ανάμεσα σε σάκους.

Ο βαστάζος κοίταξε γύρω του, θαυμάζοντας τα πάντα· αλλά ιδίως κοίταζε μια τρίτη κυρά που καθόταν στον θρόνο και ήταν ακόμα πιο όμορφη από τις άλλες. Κατάλαβε, από τον σεβασμό που της έδειξαν οι άλλες, ότι ήταν η μεγαλύτερη. Το όνομά της ήταν Ζωηδία, αυτής που άνοιξε την πόρτα ήταν Σεραφεία και της ψωνίστρας Αμινά.

Καθόταν εκεί και συλλογιζότανε τη μητέρα του και συλλογιζότανε πως όλα γίνανε τόσο σοβαρά μεμιάς. Πρώτη φορά παρατήρησα πόσο είχε μεγαλώσει και του έπιασα τα χέρι σαν ενός συνομίληκου. Έτρεμε το πρόσωπο του παιδιού, που είτανε μόνο δέκα χρονών, μα δεν μπορούσε να βγάλη λέξη.

Όσο για τη Λία, εκείνη καθόταν μαζεμένη σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά της αυλής∙ ίσως από τότε σχεδίαζε τη φυγή της. Το πανηγύρι διαρκούσε εννιά μέρες και οι τρεις τελευταίες ήταν όλο κυκλικούς χορούς με μουσικές και τραγούδια.

Ήθελε ν’ αγοράσει έναν καινούργιο σκούφο για να τον υποδεχτεί και έτσι κατέβηκε στο μαγαζί του Μιλέζου, συμβιβασμένος ακόμη και με την ιδέα να χαιρετήσει τον άνθρωπο που καθόταν στο παγκάκι. Ήταν ο ντον Πρέντου, ο πλούσιος συγγενής των κυριών του.