United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικεςτην θάλασσ' ακουσμένοι, 415 πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδιατο καράβι. ήταν γυναίκα Φοίνισσατο σπίτι του πατρός μου, ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα. εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι• και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420 μ' αυτήντο γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης, οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει. την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα• κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι• «είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425 του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα. αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν, ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».

Αλλά και τα χρυσοκέντητα ρούχα, τα νυφιάτικα, τα οποία είχε φορέσει διά να στεφανωθή, κι' αυτά επίσης ήσαν βλασφημημένα. Οι γονείς της τής τα είχαν αγοράσει έτοιμα από μίαν μητέρα, της οποίας η κόρη είχε κατεβή εις τον τάφον, πριν γείνη νύφη διά να τα φορέση. Ω, κακοσημαδιά! Και η Νειόνυφη έκλαυσεν.

Ήθελε ν’ αγοράσει έναν καινούργιο σκούφο για να τον υποδεχτεί και έτσι κατέβηκε στο μαγαζί του Μιλέζου, συμβιβασμένος ακόμη και με την ιδέα να χαιρετήσει τον άνθρωπο που καθόταν στο παγκάκι. Ήταν ο ντον Πρέντου, ο πλούσιος συγγενής των κυριών του.

Εισήλθε δε εις το πρώτον, όπερ έτυχε δεξιά του, απέναντι της μεγάλης οικίας του Μελά. Ήλπιζε να ήνε μόνος, ή σχεδόν μόνοςήτο ακόμη πολύ πρωίκαι ν' αναγνώση εν ησυχία δέσμην όλην πρωινών εφημερίδων, ας επί τούτω είχεν αγοράσει προ μικρού, άμα εξελθών του ξενοδοχείου.

ΠΟΛ. Ά μπα ! κληρονόμον μου έκαμα ένα νεαρόν δούλον τον οποίον είχα προσφάτως αγοράσει, ένα ωραίον Φρύγα. ΣΙΜ. Πόσον ετών, Πολύστρατε; ΠΟΛ. Είκοσι περίπου. ΣΙΜ. Εννοώ τίνος είδους υπηρεσίας σου παρείχεν αυτός. ΠΟΛ. Άξιζε περισσότερον από αυτούς να κληρονομήση αν και ήτο βάρβαρος και διεφθαρμένος. Τώρα και οι επιφανέστεροι των συμπολιτών τον περιποιούνται και τον έχουν φίλον.

Α! ξεύρω με τι! Είχε δεμένην η Φωτεινή την πλεξούδαν της με μιαν ωραίαν κορδέλλα τριανταφυλλιάν· προχθές της την είχεν αγοράσει η μητέρα της, όταν την επήρεν εις το πανηγύρι· και πόσον είχε καμαρώσει η μικρά, όταν έδεσε με αυτήν τα μαλλιά της! Τώρα όμως συλλογίζεται... — Τα πουλάκια δεν έχουν φωληά, ας οικονομηθώ εγώ και χωρίς κορδέλλα . . .

αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380 «Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385 ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, σ' επήραντα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».

Και εσύ, ακολούθησεν αυτή να λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι υδρωπικιασμένος; Ω βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω ούτε εγώ από ποίαν αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου προήλθεν ετούτη από το να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία σκλάβαν, που είχα αγοράσει από έναν νέον, ο οποίος εις ένα παραθαλλάσιον μου την επούλησε.

Εγώ είμαι φίλος με όλους, γιατί να μην είμαι και με το θείο Πιέτρο; Οι θείες όμως ξέρουν ότι εκείνος θέλει ν’ αγοράσει το κτηματάκι. Τι φταίω εγώ; Μήπως εγώ θέλω να το πουλήσω;» «Κανείς δεν θέλει να το πουλήσει. Γιατί να μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα; Εσύ όμως, ψυχή μου, εσύ…. εσύ προχθές το βράδυ έλεγες το ένα, έλεγες το άλλο: έταζες τον ουρανό με τ’ άστρα, για να κάνεις ευτυχισμένες τις θείες σου.

Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως δεν τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά να ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι το λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε μία δικαία παίδευσις του Ουρανού.