United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιμά όμως εις τους άλλους επνίγη και ένας πραγματευτής νέος από την Βαβυλώνα, ονομαζόμενος Σεβάχ ο θαλάσσιος, του οποίου έχω και διαφόρους πραγματείας, ιδού παρούσας με το όνομά του σημειωμένας και έχω σκοπόν να τας πουλήσω και όσα μετρητά πιάσω, γυρίζοντας εις την Βαβυλώνα, θέλω τα εγχειρίσει εις τους συγγενείς του.

Δεν θα είναι καλλίτερα να πάω να χτύπησω την πόρτα, να τους πουλήσω πάλι δούλεψι με κανένα ψευτογιατρικό, να πάρω και το καλαθάκι μου, και σα φέξη να πάω να κρυφθώ κάτω στο Κακόρρεμμα, εκεί που λέει ο Καμπαναχμάκης; . . . » Βεβαίως η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου κάτι θα είχεν ακούσει εις βάρος της από χωροφύλακας ή από τρίτους, αλλά τι μ' αυτό;

Και βλέποντας ότι οι συνηθισμένοι πραγματευταί δεν έρχονται να αγοράσουν, αποφάσισα να ταξειδεύσω διά να πουλήσω τα μετάξια μου.

Χρωστάω κ' εγώ, θα με βάλουν φυλακήΒρε αμάν, βρε ζαμάν, είχα και το κορίτσι που μου πέθανε· να το θάψω δεν είχα. Τίποτα ο γέρος. Θα το πουλήσω το αμανάτι, Νικόλα παιδί μου, κι' όσα πιάσω, ας ζημιωθώ κι' όλαΕίπε πως τα πούλησε, ο Θεός κ' η ψυχή του. Μου πέθανε και το κορίτσι. Εκεί που το κλαίγαμε και δεν είχαμε και να το θάψωμε, να σου τον ο γέρος! Με τα δάκρυα στα μάτια. «Ζωή σε λόγου σας.

ΠΕΛ. Να σ' ορίσω, κυρ αστρονόμο, δεν ξέρω, εγώ έφερα να πουλήσω κάμποσα λαγοτόμαρα, κάμποσ' αλούπια, τυριά βούτηρα και τραχανά· είχα στείλει και τον παραγιό μου με καμπόσαις γίδαις στέρφαις π' ούχα στην παλιοστανή μου και τα πούλησα όλα, κι' έκαμνα το λογαρισμό μουσα με τζούκλωσε η πείνα, ήρθα να την τηλώσω σ' τη λοκάντα, ηύρα και την αφεντιά τους εδώ, κι' είπαμε να κάμουμ' ένα γλέντικαι να σ' ορίσω γλεντάγαμε όμορφα και καλάσα θε ν' άρθη το μαγκούφι έρχεταιαρβανίτης τ' όβαλε στη μπουρίνα πγια σα θα το φέρ' διάβολος, και σ' τα καλά καθούμενα, τζακωθήκανε με τον κρητικότο τζάκωμά τους τ' ήτουνα, να σε ορίσω, δεν ξέρω τι ήτουνα, — δεν έβανα αυτί ν' ακρουμαστώ καλά καλά, — εγώ ακούς με, τόσο τόσο δε συλλογιούμαι για ξέναις έννοιαιςτήρα δώ, το νιτερέσω μου κυττάζω κι' άρα μάρα, ήλιος.....

Μίαν ημέραν που είχα μερικά λουλούδια και άνθη μυριστικά διά πούλημα, επήγα κατά την συνήθειάν μου εις τον καφενέ διά να τα πουλήσω.

Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ'λήκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ'μέρι με την παρέα, εδώ. — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης. . . . Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε. Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, βάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον.

Είνε μια βδομάδα τώρα που δεν άφηκε φύτρο εκεί μέσα. — Γιατί; — Γυρεύει, λέει, τα χτίρια των παππούδων του. Ξώδεψε ό,τι παρά είχε· πούλησε την περσινή σοδειά· δανείστηκε κι άλλα με τόκο από τον Κουρδουκέφαλο, το γείτονά μας. Και τα ρίχνει όλα κει μέσα. Άκουσα μάλιστα προχτές τον Κουρδουκέφαλο πώκλαιγε τα χρήματά του! «Μωρ' α δεν του πουλήσω σ' ένα μήνα το χτήμα, να τον έχω αντίδικο! έλεγε.

Άδειαν να πουλήσω εις τα χωρία την πραγματείαν μου. Εκεί Αράπης οπλοφόρος πλησιάζει τον Αγάν με την χείρα επί του στήθους και την κεφαλήν προς το έδαφος. ― Αγά μου, λέγει, ο νέος αυτός φορεί υποδήματα φραγκικά και θα είναι κατάσκοπος. Και δεικνύει διά της μαύρης χειρός του τους πόδας μου. Εστράφησαν προς αυτούς οι οφθαλμοί όλοι και τα ιδικά μου συγχρόνως βλέμματα.

Ο βασιληάς όμως εθύμωσε και πάλι, επρόσταξεν εις τες κυρίες να δώσουν οπίσω όσα είχαν λάβει και είπε με οργή εις το χημικό: «Δεν εσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πως άμα γείνουν τα διαμάντια κοινά σαν τα χαλίκια, θα χάσουν όλη τους την αξία τα δικά μου που είνε τα πρώτα του κόσμου και, αν λάχη και χρειαστώ χρήματα, 'μπορώ να τα πουλήσω όσο θέλω; Φύγε απ' εδώ, και αν ξανακάμης άλλη φορά διαμάντια, θα σου σπάσω μαζί με τη μηχανή και το κεφάλι».