United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ μ' αυτά τα χέρια μου βεβαίως δεν θα σε θάψω, γιατί εγώ είμαι νεκρός για σένα. Αν σ' έναν άλλον χρωστώ το ότι ζωντανός είμαι ακόμα, εκείνον ωσάν πατέρα θα τιμώ και θα γηροκομούσα. Άδικα λεν οι γέροντες πως θέλουν να πεθάνουν και ότι βαρεθήκανε την μακρυνή ζωή τους. Μόλις φανή ο θάνατος πως θέλει να τους πάρη. όλοι ευθύς μετανοούν, και βρίσκουν πως το γήρας δεν είναι πια βαρύ γι' αυτούς.

Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.

Σε ευχαριστώ, Αλβέρτε, που με απάτησες· επερίμενα είδησιν, πότε ήθελε γείνει ο γάμος σας, και είχα κατά νουν να πάρω επισημότατα από τον τοίχον κατά την ημέραν εκείνην το σκιαγράφημα της Καρολίνας και να το θάψω μεταξύ άλλων χαρτιών. Τώρα είσθε ζευγάρι και η εικόνα της είναι ακόμη εδώ! Λοιπόν ας μείνη έτσι.

Είμεθα κ' εγώ και συ, καϋμένε, μαζή γραμμένοι ‘ς το πικρόν της συμφοράς βιβλίον! Δος μου το χέρι σου. Εγώ εσένα θα σε θάψω εις μνήμα θριαμβευτικόν... εις μνήμα; όχι! Φάρον! διότι αναπαύεται εδώ η Ιουλιέτα, κ' η ευμορφιά της χύνει φως στου τάφου ταις καμάραις! Εδώ 'ξαπλώσου, ω νεκρέ! ένας νεκρός σε θάπτει.

Δεν είχε μεγαλώσει ακόμη για να φορέση τσαρουχάκια, είπεν ο παπά-Βαγγέλης. Εις τον κήπον της Εδέμ δεν έχει αγκάθια και τριβόλια, και μπορεί κανείς να πάη και ξυπόλυτος. Είτα επέφερεν·Ας είναι, συντέκνισσα. Θαρθώ να το θάψω. Ο παπάς εκαβαλλίκεψε και πάλιν εις το ονάριον. Ήτο ημέρα, την φοράν ταύτην. Τα χιόνια δεν είχαν λυώσει, αλλ' ήτο νηνεμία, και μάλλον γλύκα.

Και τώρα τόσον ήλλαξες; Α! ομολόγησέ το: δεν είναι ασυγχώρητον γυναίκες ν' αμαρτάνουν, όταντους άνδρας φαίνεται αδυναμία τόση. ΡΩΜΑΙΟΣ Συχνά εκατηγόρησες εκείνην την αγάπην. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Παιδί μου, τον ξετρελλαμόν και όχι την αγάπην. ΡΩΜΑΙΟΣ Και μ' έλεγες τον έρωτα να θάψω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Δεν σου είπα να θάψης ένα έρωτα και άλλον να ξεθάψης.

Όταν κ' εκεί η ελευθεριά την άνοιξι 'ξαπλώση Και το χορτάρι το χλωμάτο χώμα της φυτρώση. Θάρθω να σε ξεθάψω 'γώ και τάγια λείψανά σου Θα να τα πάωτα Γιάννινα· εκεί θα να τα θάψω Κι' απάνω από το μάρμαρο του τάφου σου θα γράψω Μαζί με τ' όνομά σου Το μέγα σου κατόρθωμα. Κ' οι Ηπειρώταις όλοι Ξεχωριστή θα στήσωμε για σε γιορτή και σχόλη.

Πρέπει να ξεθάψω και να μετρήσω πάλιν τα χρήματα για να δω μήπως έχω κάμη κανένα λάθος. Αλλ' ακούω πάλιν θόρυβον• τι συμβαίνει; με πολιορκούν και με κατατρέχουν όλοι. Πού είνε το μαχαίρι μου; Αν πιάσω κανένα... Ας θάψω πάλιν τα χρήματα. ΠΕΤ. Είδες, Μίκυλλε, την κατάστασιν του Σίμωνος. Ας πάμε τώρα και εις άλλον, ενόσω είνε ακόμη ολίγη νύκτα. ΜΙΚ. Τι ζωή περνά ο κακομοίρης!

Εγώ όμως, εάν μεν είχα γυναίκα κατά το ποίημα υπέροχον εις τον πλούτον και μου επέβαλλε να την θάψω, την υπερβολικήν κηδείαν θα ενέκρινα, αλλά πάλιν κάποιος γλίσχρος και πτωχός άνθρωπος θα εγκρίνη την ολιγοέξοδον, όποιος δε έχει μετρίαν περιουσίαν και είναι και ο ίδιος μέτριος, θα επαινέση την ανάλογον κηδείαν.

Νομίζω ότι πολύ προτήτερα από τον Βίσμαρκ εφευρήκα εγώ το «Μακάριοι οι κατέχοντες». Οι αισθηματικοί θεωρούσιν ως ελάττωμα της τοιαύτης κατοχής και εν γένει του γάμου, ότι είνε ο τάφος του έρωτος. Τοιούτον όμως παράπονον δεν ηδυνάμην να έχω εγώ, αφού υπανδρεύθην επίτηδες διά να τον θάψω, από πόθον όχι εκτάκτων απολαύσεων, αλλ' ησυχίας, και κατώρθωνα να είμαι καθ' ημέραν ησυχώτερος.