United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πίστευε και συ πως θα σε κάμη καλά η Παναγία και το θαύμα θα γενή χωρίς άλλο. — Ας με λυπηθή, μπλειο η χάρη τση, είπε μαναστεναγμό η άρρωστη. Πάλι και δε θέλει να με γιάνη, ας με πάρη σκιάς γλίγωρα, να πάψουνε τα βάσανά μου. — Θα πάψουνε. Η Παναγία θα μου δώση την υγεία σου να σου τη φέρω. Και με πόση χαρά θαρθώ! Θα πετάξω. — Και πόσον καιρό θα κάμης στη Μεσαρά;

Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάριτο ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμίτο άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ. Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν τίποτε. Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.

Και θαρρώ πως μιαν ημέρα θα παραιτήσω και τα γράμματα και τους καθηγητάς και θαρθώ στο χωριό. Ω πως τανεζητώ!...» — Θωρείς εδά; είπε πάλι το Βαγγελιό. Αν εκάτεχα γράμματα θα σούγραφα κεγώ να σε παρηγορήσω, για να μην τύχη και φύγης απού το σκολειό και θάτονε πολύ κακό για σένα. Τάλλα γράμματα δεν έλεγαν πολύ διαφορετικά πράγματα.

Κι' άκουσε το λόγο που σου κραίνω· μιας πίσω και μου τη ζητάει τη Χρυσοπούλα ο Φοίβος, μ' αθρώπους και καράβι μου εγώ θαν του τη στείλω, μα στο καλύβι σου θαρθώ κι' ατός μου θα σου πάρω τη νια σου, τη ροδόσταχτη Βρισούλα, για να μάθεις 185 σαν πόσο εγώ σε ξεπερνώ, να τρέμει ακόμα κι' άλλος όμιος μου εμένα έτσι ανοιχτά να μου προβάλνει κι' ίσος

Τι έχεις, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις. — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι! Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις τοιαύτας περιστάσεις.

Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον νουν της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν: — Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του παιδιού μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα! θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ χρονών.

Δημήτρη του λέει· πάρε αυτή τη δεκάρα και την Κεριακή που θάρθω στο σχολείο με τον επιθεωρητή, εκεί που θα μιλούμε 'μεις, εσύ να έχης ένα κομμάτι παληόπανο να το κολλήσης από πίσω στο σουρτούκο του δασκάλου άκουσες; Το παιδί εχαμογέλασε. — Και σα με μαντατέψουνε; είπε. — Ποιος θα το κάμη που τονε σκοτώνω; Να κάμης καθώς σου λέω και θα σου δώκω κι' άλλη μια δεκάρα.

Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη: —Παπά, παπά, πού πας; —Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω. Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να καταβή εις την πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον συνεφημέριόν του!

Φίλε, φώναξέ με, το ξέρεις πώς θάρθω! — Φίλη, ο Θεός να σε ανταμείψη! Όταν πέρασε το κατώφλι, οι σπιούνοι, ερρίχτηκαν απάνω του. Ο τρελλός έσκασε τα γέλοια, στριφογύρισε το ρόπαλό του και είπε: «Με διώχνετε, ωραίοι άρχοντες.

Εσύ θα με ξεχάσης.... Εγώ όμως θα πεθάνω, να το ξέρης. Σήμερα το κατάλαβα πως θα πεθάνω άμα φύγω μακρυά σου. ΝΙΚΟΣΚουτό κορίτσι που είσαι. Μήπως εγώ δε θάρθω στας Αθήνας για το Πανεπιστήμιο; Θα σου γράφω, θα μου γράφης ωραία γραμματάκια, θα βλεπόμαστε στον περίπατο, καμμιά φορά κρυφά, και ύστερα, σα δεν θέλη ο μπαμπάς σου, ένα αμάξι μια νύχτα και: «Βάρα αμαξά. Στο Τατόι κατ' ευθείαν!» Ε;