United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επήρεν ο Χρήστος την κάππαν του, την έθεσεν επί της κεφαλής του, την εχαμήλωσεν επί του προσώπου του και μοι έτεινε την χείρα. Εγώ εμπρός, εκείνος κατόπιν, μετέβημεν από το έν οίκημα εις το άλλο. Εκεί έμεινα αρκετήν ώραν πλησίον του, επροσπάθησα όπως ηδυνάμην να τον παρηγορήσω, και ανεχώρησα αφού ενύκτωσεν. Ότε ήνοιξα την θύραν διά να εξέλθω, μου εφάνη ότι είδα εις το σκότος ανθρώπους ωπλισμένους.

Κατά την πάλην προς την σκιάν είχεν αντιτάξει αντίστασιν, ην αι λέξεις αδυνατούσι να εκφράσωσιν· εγώ δε εστέναζα εξ αδημονίας, βλέπων το οικτρόν εκείνο θέαμα, και εζήτουν να την παρηγορήσω και της επαναφέρω την γαλήνην, αλλά τόσον ήτο εν αυτή άγριος ο πόθος της ζωής και μόνης της ζωής, ώστε πάσα μου προσπάθεια θα ήτο αυτόχρημα αφροσύνη.

Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο. — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.

Ότι λοιπόν εγώ από πολύν καιρόν έκαμα πολύν λόγον, ότι, αφ' ού πίω το δηλητήριον, δεν θα μένω πλέον πλησίον σας, αλλά θα υπάγω να κατοικήσω εις τας κατοικίας της ευτυχίας, όπου κατοικούν οι μακάριοι, μου φαίνεται ότι είπον ουχί ανωφελώς, διά να παρηγορήσω από το έν μέρος σας και από το άλλο τον εαυτόν μου.

Μου ήρθε μια στιγμή να πέσω στην αγκαλιά της, να τη ρωτήσω τι έχει, να την παρηγορήσω . .. ΦΛΕΡΗΠτωχό παιδί, δε θα μπορούσες να την παρηγορήσης εσύ. Δε θα μπορούσες να την παρηγορήσης... ΔΩΡΑΓιατί, μπαμπά μου; Κάθε συμπάθεια είναι παρηγοριά. Δεν είναι; ΦΛΕΡΗΣΝαι, βέβαια. Δε λέω. Μα ήσουν και συ τόσο συγκινημένη. Ας ταφίσωμε όμως αυτά. Έλα να πάμε περίπατο, παιδί μου. Έλα! Είναι αργά πια.

Και ήρχισε να κλαίη πικρώς αλλ' ησύχως, και έρρεον τα δάκρυα της, και επανελάμβανε : ― Θα τον σκοτώσουν ! Σκοτόνουν οι Τούρκοι! θα σκοτώσουν τον πατέρα μου! ― Μη κλαίης, Δέσποινα, μη φοβήσαι. Ήθελα να την παρηγορήσω, αλλά δεν εύρισκα λέξεις, και βλέπων τον ήσυχον θρήνον της ησθανόμην κ' εγώ την φωνήν μου εκλείπουσαν, Εις τον νάρθηκα της εκκλησίας συνεκάθηντο ήδη των γειτόνων οι πλείστοι.

Αλλ' όταν τους είδα εις τέτοιαν δυστυχίαν και τους εγνώρισα ότι ήσαν οι αδελφοί μου τους έβαλα εις το σπίτι μου, τους ένδυσα με φορέματα όμοια με τα ιδικά μου και τέλος πάντων διά να τους παρηγορήσω εμέτρησα χίλια φλωριά του καθενός δωρεάν, νουθετώντας τους διά να τα πραγματευθούν με φρονιμάδα εις την πατρίδα.

Όταν λοιπόν είδα και αυτήν μου την ελπίδα να διαψευσθή, έτι μάλλον ελυπούμην, αλλ' επροσπαθούσα να παρηγορήσω τον εαυτόν μου με την σκέψιν ότι και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και σοφοί και λίαν φημιζόμενοι διά την σύνεσίν των, δεν εγνώριζαν την αλήθειαν.

Αν επιστρέψω ζωντανός, θα σε παρηγορήσω. ΓΛΟΣΤ. Να σ' ευλογήσουν οι θεοί! Καλέ μου γέρε, φύγε! Δος μου το χέρι σου! Ο Ληρ κατεστραμμένος είναι! Κ' εκείνος και η κόρη του αιχμάλωτοι κ' οι δύο.! Ω! σήκω, δος το χέρι σου! ΓΛΟΣΤ. Όχι. Εδώ θα μείνω. Μήπως κ' εδώ δεν ημπορεί κανένας να σαπίση; ΕΔΓ. Ο νους σου πάλιν ς' το κακόν!

Η καλή φιλενάδα της μάμμης, πριν φύγη, την είχε βοηθήσει να στήση χονδρό βαμβακερό πανί εις τον εργαλειό. «Αυτό γίνεται γρήγορα και όλοι το χρειάζονται, και πλούσιοι και πτωχοί· θα καθίσω, εσυλλογίσθη, να υφάνω απόψε για να ημπορέσω να φέρω της μητέρας μου ολίγα χρήματα μ' αυτά να την παρηγορήσω».