United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν τους είδα εις τέτοιαν δυστυχίαν και τους εγνώρισα ότι ήσαν οι αδελφοί μου τους έβαλα εις το σπίτι μου, τους ένδυσα με φορέματα όμοια με τα ιδικά μου και τέλος πάντων διά να τους παρηγορήσω εμέτρησα χίλια φλωριά του καθενός δωρεάν, νουθετώντας τους διά να τα πραγματευθούν με φρονιμάδα εις την πατρίδα.

ΑΓΟΡ. Δι' όλα αυτά αξίζεις να σε αγοράσω. Πόσον πωλείται αυτός εδώ; ΕΡΜ. Μίαν μναν αττικήν. ΑΓΟΡ. Λάβε την. Ήκουσες; Σε αγόρασα. ΦΙΛ. Αυτό δεν είνε βέβαιον. ΑΓΟΡ. Πώς δεν είνε βέβαιον, αφού εμέτρησα τα χρήματα; ΦΙΛ. Διστάζω δι' αυτό και σκέπτομαι . ΑΓΟΡ. Και όμως πρέπει να με ακολουθήσης αφού είσαι δούλος μου. ΦΙΛ. Ποίος γνωρίζει αν αυτά τα οποία λέγεις είνε αληθή;

Δάσκαλε, είπε, φέρον την χείρα εις το ους το παιδίον, γιατί ενώ το χαρτί μας μέσα λέει ότι η Επτάνησος αποτελείται από επτά νήσους, υστέρα βγαίνουν δέκα στο μέτρημα; — Τας εμέτρησες εσύ; — Ταις εμέτρησα, να! Και ήρχισε να μετρή επί των δακτύλων του, «Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Αγία Μαύρα» κτλ. Οι άλλοι συμμαθηταί του εγέλων εν χορώ διά την πολυπραγμοσύνην του.

— Α! αυτούς να σας ειπώ δεν τους εμέτρησα. Εγώ ήμην ως προ μιας εβδομάδος εις το σχολείον. Αλλά ξεύρω, ότι ο πατέρας έχει πολλούς υπηρέτας. Πάμε να τον ερωτήσωμεν πόσους! — Και λαβούσα με εξαίφνης από της χειρός ανήλθε την κλίμακα αστραπηδόν μετ' εμού, όστις την παρηκολούθησα πριν το σκεφθώ.

Αφέντη, εγώ σου ομολογώ την αλήθειαν πώς τον ηύρα· μα ήξευρε πως να με κάμουν χίλια κομμάτια δεν θέλω τον φανερώσει· μα σου τάσσω πως να σου δίνω κάθε ημέραν από χίλια φλωριά και να με αφήσης ήσυχον εις το εξής. Ο Σμπουλφάτ ευχαριστήθη διά το τάξιμόν μου· και έστειλε με εμένα ένα του πιστόν δούλον, και του εμέτρησα τριάκοντα χιλιάδες φλωριά διά τον πρώτον μήνα.

Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ τα πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι οποίοι εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν να προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία.

Να! αυτή η μετοικεσία Βαβυλώνος. Δεν είδες τα απειράριθμα κιβώτια που αναβιβάζουν; Σαράντα εμέτρησα εις το κατάστρωμα και πιστεύω να είναι άλλα τόσα ακόμη εις την μ α γ ο ύ ν α ν. Εζήτησα να μάθω τίνων είναι, αλλά φαίνεται, ότι δεν έφθασεν ακόμη η Σ ά ρ α και η μ ά ρ α κ α ι η κ ό κ κ ι ν η χ ο υ λ ι ά ρ α.

Δεν τα έγγιξα ακόμα, ούτε τα εμέτρησα. Μετρήστε τα, να ιδήτε αν είνε σωστά, προσέθηκεν ως να παρελάλει. — Εγώ; είπε μετά περιφρονήσεως ο αρχηγός. — Μα μη μου παίρνετε το κορίτσι μου, εξηκολούθησεν ο Πρωτόγυφτος, μετ' αιφνιδίας εκρήξεως φιλοστοργίας. Εγώ το αγαπώ το κορίτσι μου. Ήμουν μωρός να το πωλήσω το κορίτσι μου, το έκαμα χωρίς να θέλω. Δεν είξευρα, τζάνουμ τι μου γίνεται.

Το ήνοιξα, μη δυνάμενος να πιστεύσω ότι υπήρχαν ποτέ άνθρωποι μεγαλείτεροι παρ' όσον είναι σήμερον, και είδον ότι το πτώμα ήτο ίσον κατά το μήκος· αφού δε τα εμέτρησα, τα εκάλυψα πάλιν με τα χώμαΤοιουτοτρόπως ο σιδηρουργός διηγήθη ό,τι είδεν· ο δε Λίχας, σκεφθείς καλώς τα ρηθέντα, εσυμπέρανεν ότι κατά τον χρησμόν εκείνον έπρεπε να ήτο ο Ορέστης· παρατηρών τα δυο φυσητήρια, εύρεν ότι εκείνα ήσαν οι δύο άνεμοι· εν τη σφύρα και τω άκμονι ανεγνώρισε τον κτύπον και τον αντίκτυπον, και εν τω σφυρηλατουμένω σιδήρω το κακόν όπερ κείται επί του κακού, κρίνων ότι ο σίδηρος ανεκαλύφθη διά την δυστυχίαν των ανθρώπων.

Εχαιρέτησα στρατιωτικώς και πάλιν, απορών ολίγον διατί ετασσόμην οπίσω, και με το ξίφος γυμνόν έμεινα παρά τον μύλον, ενώ διέβαινον έμπροσθέν μου οι στρατιώται, ακολουθούντες τον αρχηγόν. Τους εμέτρησα, ήσαν εξήκοντα. Άλλοι τόσοι περίπου ήσαν οι προπορευθέντες. Αλλ' ο Μίρτος δεν ήτο μεταξύ των εξήκοντα. Επερίμενα να τον ίδω ερχόμενον, αλλά δεν εφαίνετο και είχον ήδη διέλθει όλοι οι οπλίται.