United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καλή φιλενάδα της μάμμης, πριν φύγη, την είχε βοηθήσει να στήση χονδρό βαμβακερό πανί εις τον εργαλειό. «Αυτό γίνεται γρήγορα και όλοι το χρειάζονται, και πλούσιοι και πτωχοί· θα καθίσω, εσυλλογίσθη, να υφάνω απόψε για να ημπορέσω να φέρω της μητέρας μου ολίγα χρήματα μ' αυτά να την παρηγορήσω».

Ως υπό τέφραν κοιμώμενος από τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής ανέθορεν εκ των σπλάγχνων εις το πρόσωπόν της και η γεροντική, ρικνή, και ερρυτιδωμένη όψις της ηγλαΐσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής. Τα δύο παιδία, αν και δεν ενόουν περί τίνος επρόκειτο, ιδόντα την χαράν της μάμμης των ήρχισαν να χοροπηδώσιν.

Ταύτα λέγων ουδόλως εννοώ ν' αμφισβητήσω των πραγμάτων τούτων την χρησιμότητα και την ανάγκην, αλλά να είπω ότι δύσκολον είνε να μακαρίσωμεν τον άνθρωπον δι' όσα κατέστησεν αναγκαία η κακή ποιότης του σώματος και της ψυχής του, ή να θεωρήσωμεν ως μικρόν πλεονέκτημα των ζώων το να δύνανται να τρώγουν χωρίς μαγείρους, να ενδύωνται χωρίς ράπτας, να νυμφεύωνται χωρίς παπά, να γεννώνται άνευ της βοηθείας μαμμής και ν' αποθνήσκουν άνευ της συμπράξεως τον ιατρού ή του δημίου.

— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ αλλάξω το σκοπό μου. Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ' ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.

Αλλ' ο κόσμος ο αμαθής και ακατήχητος που να εμβαθύνη εις τα τοιαύτα! Αλλά τα χρόνια περνούν. Ασπρίζουν και τα μαύρα μαλλιά. Και ο καπετάν- Μαμμής κουρασμένος και χηρευάμενος πλέον, γέρων, ποδαλγός, έπεσεν εις το στρώμα να ξαποστάση. Και λέγει εις τον υιόν του, τον μοναχογυιόν του, τον Μοναχάκην. — Να σε ιδώ, βρε!

Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης τουτο οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!» — πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλλίτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνον δύσκολον.

Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες βεβαίως και συαπέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι!

Η γραία Αχτίτσα επανήλθε μετ' ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον εις τον κόλπον της. Ο Γέρος, όστις εγνώριζεν εκ της παιδικής του πείρας, ότι ποτέ άνευ αιτίας δεν εφούσκωναν οι κόλποι της μάμμης του, αναπηδήσας έτρεξεν εις το στήθος της, ενέβαλε την χείρα, και αφήκε κραυγήν χαράς.