United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλοί λοιπόν από τους εκεί καθημένους απεκρίθησαν εις αυτόν ότι ημπορεί να πραγματευθή το ζήτημα με οποιονδήποτε θέλει από τους δύο τρόπους. Πρωταγόρας Εγώ λοιπόν νομίζω, είπεν, ότι είναι πλέον ευχάριστον να σας διηγηθώ ένα μύθον: Υπήρξε κάποτε καιρός, που οι μεν θεοί υπήρχον, τα διάφορα δε γένη που αποθνήσκουν δεν υπήρχον.

Δυσκόλως αρρωστούν, και σπανίως αποθνήσκουν. Δεν έπρεπεν ημείς ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των Αγγέλων; Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουναν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλουπαρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα!

Ω! πρόσεχε, και δυστυχείς οι τέτοιοι αποθνήσκουν. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, κ' η νύμφη περιμένει ‘ς τον θάλαμόν της ν' αναβής να την παρηγορήσης. Αλλά ξεκίνησ' απ' εδώ προτού να ξημερώση, ειδέ θα ήν' αδύνατον ‘ς την Μάντουαν να φύγης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Βοήθειά μου ο Θεός! Ως που να ξημερώση να μείνω ήθελα εδώ, ν' ακούω τέτοια λόγια. Τι θα ειπή η προκοπή! — Αυθέντα μου, πηγαίνω να της ειπώ πως έρχεσαι.

Ο Πρωτεύς φαντάζεται ίσως ότι θα είναι επιβλητικόν το θέαμα ανθρώπου καιομένου εις τόπον ιερόν, όπου ουδέ να θάπτωνται επιτρέπεται όσοι αποθνήσκουν με φυσικόν θάνατον. Γνωρίζετε, υποθέτω, την ιστορίαν εκείνου όστις πάλαι ποτέ, θέλων να γίνη ένδοξος και μη δυνάμενος κατ' άλλον τρόπον να το επιτύχη, επυρπόλησε τον ναόν της Εφεσίας Αρτέμιδος. Παρόμοιόν τι εσκέφθη και αυτός τώρα.

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Αλλ' όταν προ ετών ωδηγήθη διά να καρατομηθή εις το πεδίον του Άρεως ο Τσιμπουκλάρας, όστις ανανδρότατα και απανθρωπότατα εφόνευσε τα δύο τέκνα δημάρχου τινός, τα οποία είχεν αιχμαλωτίσει η συμμορία του, το πλήθος παρ' ολίγον να τον κατασπαράξη. Απέθανε δε ο Τσιμπουκλάρας, ως αποθνήσκουν οι άνανδροι, υπό την γενικήν βδελυγμίαν και περιφρόνησιν.

Διότι όσοι έτυχε να καταγίνωνται σωστά εις την φιλοσοφίαν τρέχουν τον κίνδυνον να μη τους καταλαμβάνουν οι άλλοι ότι αυτοί κανέν άλλο έργον δεν κάμνουν παρά ν' αποθνήσκουν και να είναι αποθαμμένοι.

Αυτός δε είπε• Αν λέγη ο Τυχιάδης ότι μόνον των βιαίως αποθανόντων αι ψυχαί επιστρέφουν, π. χ. αν κανείς εκρεμάσθη ή απεκεφαλίσθη ή ανεσκολοπίσθη ή κατ' άλλον τοιούτον τρόπον απέθανε, όχι όμως και αι ψυχαί εκείνων οίτινες αποθνήσκουν με φυσικόν θάνατοναν λέγη αυτό δεν λέγει πολύ παράλογα πράγματα. Μα τον Δία, είπεν ο Δεινόμαχος, δεν τα παραδέχεται καθόλου, ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι φαίνονται.

Ταύτα λέγων ουδόλως εννοώ ν' αμφισβητήσω των πραγμάτων τούτων την χρησιμότητα και την ανάγκην, αλλά να είπω ότι δύσκολον είνε να μακαρίσωμεν τον άνθρωπον δι' όσα κατέστησεν αναγκαία η κακή ποιότης του σώματος και της ψυχής του, ή να θεωρήσωμεν ως μικρόν πλεονέκτημα των ζώων το να δύνανται να τρώγουν χωρίς μαγείρους, να ενδύωνται χωρίς ράπτας, να νυμφεύωνται χωρίς παπά, να γεννώνται άνευ της βοηθείας μαμμής και ν' αποθνήσκουν άνευ της συμπράξεως τον ιατρού ή του δημίου.

Δεν είχα εισέτι ίδει άλλο θύμα της φθίσεως, αλλ' εγνώριζα ότι οι φθισικοί αποθνήσκουν, και με τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις τα νώτα του ιατρού επανέβλεπα διά της φαντασίας την νεκρώσιμον εκείνην συνοδίαν, και τον διδάσκαλόν μου φερόμενον υπό τεσσάρων εκ των μεγαλειτέρων μαθητών εντός του ανθοσκεπούς νεκροκραββάτου του.