United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ωχρά του χείλη εκινήθησαν ελαφρώς και εξ αυτών διέφυγε ψίθυρος μόλις ακουόμενος: — Δεν . . . . δύναμαι! . . . Ο Τιγγελίνος διέταξε να διακοπή η βάσανος και διηυθύνθη προς το άτριον. Τέλος, εφάνη ότι του επήλθε νέα ιδέα, και στραφείς προς τους Θράκας: — Αποσπάσατέ του την γλώσσαν!

Εγονυπέτησε πλησίον της και θέσας ελαφράν την χείρα επί του λατρευτού μετώπου της, είπεν: — «Ο Χριστός σε έσωσε και σε απέδωκεν εις εμέ! Λίγειά μου». Τα χείλη της Λιγείας εκινήθησαν εκ νέου εις ένα ακατανόητον ψίθυρον. Τα βλέφαρά της εκλείσθησαν και εβυθίσθη εις βαθύν ύπνον, τον οποίον ανέμενεν ο Θεοκλής και τον οποίον εθεώρει ως εξαίρετον σημείον.

Δύο φοράς εκινήθησαν οι πόδες της προς τα εμπρός και πάλιν όμως συνεκρατείτο επιστρέφουσα επί των βημάτων της, φοβισμένη και ανήσυχος. Αλλ' η φλογέρα εξηκολούθει τον διάτορον αυτής συριγμόν, εις την υπερτάτην βαθμίδα του πάθους.

Οι εις Δίστομον δεν εκινήθησαν κατά του εχθρικού στρατοπέδου, διότι ο πεζοδρόμος δεν υπήγεν εν καιρώ να τους γνωστοποιήση την παραγγελίαν του Καραϊσκάκη· ελυπήθησαν μεγάλως διότι δεν ηδυνήθησαν να συμπράξωσιν εις έν σχέδιον, το οποίον έμελλεν ίσως να επιφέρη τον όλεθρον του εχθρού.

Πάντες ούτοι, κατά τας νεοελληνικάς εννοίας, ιδίως δε οι τελευταίοι, εκινήθησαν εκ πλατωνικού και μόνον έρωτος προς την Ελλάδα, εξ ενθουσιασμού ενδομύχου και διαπύρου προς την χώραν του Πλάτωνος και τους απογόνους του Μιλτιάδου, εκ πεφωτισμένης και αμερολήπτου εκτιμήσεως των αρετών αυτών. Ουδέν άλλο πλάγιον, πάτριον και ίδιον συμφέρον εκίνησε την γλώσσαν αυτών ή τον κάλαμον.

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Εάν μέχρι τούδε δεν εκινήθησαν καθ'ημών οι Αθηναίοι, τούτο προέρχεται διότι είμεθα ακόμη μακράν· αλλ' άμα μας ίδωσι λεηλατούντας την χώραν αυτών και καταστρέφοντας τα υπάρχοντά των, τότε πρέπει να περιμένωμεν ότι θα εξέλθουν εις μάχην.

Τότε εμάθομεν ότι ο στόλος, τον οποίον είδομεν την αυγήν πλέοντα προς την Σάμον, είχε διαμείνει δέκα ημέρας εις τα παράλια της Χίου, υπό τον ναύαρχον Τομπάζην, προς εξέγερσιν της νήσου, αλλ' ότι οι Τούρκοι, άμα ιδόντες τα Ελληνικά πλοία, συνέλαβον τον αρχιερέα και τους προκρίτους, τους οποίους εισέτι εκράτουν ως ομήρους εντός του φρουρίου, οι δε χωρικοί δεν εκινήθησαν, και απέπλευσεν άπρακτος ο στόλος.

Έπειτα μέρος μεν των κατ' αυτού στρατευμάτων έμεινεν οπίσω, μέρος δε τον ηκολούθει καταδιώκον· εκινήθησαν ταυτοχρόνως κατ' αυτού και οι εις Μαυρίλου ευρισκόμενοι Τούρκοι, ώστε περικυκλωθείς ηναγκάσθη να πολεμήση και τρίτον, κλεισθείς εις το μοναστήριον της Βράχας· εις την μάχην ταύτην από μεν τους του Καραϊσκάκη εφονεύθησαν ο Αντώνιος Ζαραλής και άλλοι τινές, από δε τους πολιορκούντας Τούρκους και Έλληνας εφονεύθησαν έως τεσσαράκοντα.

Η Αϊμά έμεινε βεβαίως εν τη οικία του εκατοντάρχου. Την επομένην νύκτα ο Μάχτος ενδούς εις τον τοσούτον κάματον, έκλεισε τους οφθαλμούς εις τον ύπνον και απεκοιμήθη παρά την οδόν, όπου έμενεν ενεδρεύων. Τότε δ' εν μέσω του ύπνου του τω εφάνη ότι ήκουσε βήματα ίππων και ανθρώπων και θόρυβόν τινα· προσεπάθησεν εν υπνοβασία διατελών να εγερθή, αλλά τα καταπεπονημένα μέλη του δεν εκινήθησαν.