United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνθρωποι ήκουσαν τον βρόντον και τον συριγμόν, έτρεξαν, και είδαν τον φονέα και το θύμα. Όχι μακράν απείχεν ο σταθμός του Τούρκου, του &Γιαορκητζή&, ή τελωνοφύλακος. Υπήρχον και δύο νιζάμηδες, στρατιώται, εκεί πλησίον. Οι χωρικοί εφοβέριξαν τον Γιάννην.

Το μονότονον άσμα ανεμίγνυτο με τον συριγμόν του ανέμου και το πορφυρούν κύμα εφλοίσφιζε περί την τρόπιν του ακατίου, αλλ' η θαλασσία νύμφη δεν συνήνεσεν ουδέ μίαν νύκτα να τονίση και αυτή την θεσπεσίαν μολπήν της, δι' ης ηδύνατο να βωβάνη τους γλυκείς εκείνους ήχους. Τέλος βαθείαν τινα πρωίαν, άμα τη ανατολή της κροκοπέπλου ηούς, ο αλιεύς επίστευσεν ότι έφθασεν εις το τέρμα των αγώνων.

Εξηπλωμένος επί της πρύμνης ησθανόμην υπ' εμέ το σκάφος υψούμενον και καταπίπτον και ήκουα τον άγριον ρόχθον της θαλάσσης πληττούσης τα πλευρά του, τον οργίλον συριγμόν των αφριζόντων κυμάτων, των σχοινιών τον γογγυσμόν, και του πηδαλίου το τρίξιμον. Είχα τους οφθαλμούς κλειστούς, αλλά δεν εκοιμήθην όλην την νύκτα. Τα μέλη μου ήσαν βαρέα, μου έλειπε δε και δύναμις και θέλησις να τα κινήσω.

Και διά συριγμού εκάλεσε τον ίππον του. Ο Τσίλιας εις τον συριγμόν του κυρίου του προσήλθεν, αργά αργά, καμαρόνων ως να έφερε καμμίαν νύμφην επάνω του. — Γονάτισε· είπεν ο ζωέμπορος, συνοδεύων τον λόγον του μ' εμφαντικόν νεύμα. Ο Τσίλιας έκλινεν ευθύς προς την γην, πρώτον τα εμπροσθινά γόνατα κ' έπειτα τα οπισθινά.

Ο βορράς εσύριζεν. Ήκουσε συριγμόν τροχαλίας και κρότον αλύσεως. Μέγας όγκος εφαίνετο εις τον λιμένα αντικρύ του παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, απεσπάσθη από τον μέγαν όγκον, κ' επλησίασε με βαρείαν κωπηλασίαν εις την προκυμαίαν. — Καλώς σ' ηύρα, καπιτάνισσα! έκραξε μία φωνή από την βάρκαν.

Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την τριχίνην πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος.

Οι ναύται μετά το πρόγευμά των, συνήχθησαν εις την πρώραν όλοι και άρχησαν να τραγωδούν χαμηλόφωνα, συνοδευόμενοι από τους οξείς των λάρων κρωγμούς και από τον μονότονον και θρηνώδη συριγμόν των σχοινίων. Εις τον θάλαμον της πρύμνης, παρά μικράν τετράγωνον τράπεζαν, εκάθηντο οι δύο φίλοι, ο πλοίαρχος με τον βοηθόν του.

Οι σκύλοι ανεγνώρισαν τον συριγμόν κ' έπαυσαν ευθύς τας υλακάς των. Έμενον όμως εκεί επί τόπου, ατενίζοντες με τους μεγάλους υελώδεις οφθαλμούς των τον Δημήτρην και μόλις τον είδον κινούμενον επανέλαβον τας υλακάς και την επίθεσίν των. — Ρε, αγρίμι νάνε; — Μπα· διαβάτης θα νάνε. — Να μην ένε λύκος; Οι βλάχοι ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα.

Άλλοι εξ αυτών είνε δήθεν βαθύφωνοι και άλλοι μεσόφωνοι, άλλοι βαρύτονοι και άλλοι, οι νεώτεροι και αμύστακες, παρωδούσιν απαισίως γυναικείας φωνάς, συστέλλοντες εις οξύν συριγμόν τον οινοβραχή των λάρυγγα. Άδουσι δήθεν εν τετραφωνία, και μέλπουσιν, ως φρονούσιν, ευρωπαϊκούς σκοπούς.

Δύο φοράς εκινήθησαν οι πόδες της προς τα εμπρός και πάλιν όμως συνεκρατείτο επιστρέφουσα επί των βημάτων της, φοβισμένη και ανήσυχος. Αλλ' η φλογέρα εξηκολούθει τον διάτορον αυτής συριγμόν, εις την υπερτάτην βαθμίδα του πάθους.