United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξηπλωμένος επί της πρύμνης ησθανόμην υπ' εμέ το σκάφος υψούμενον και καταπίπτον και ήκουα τον άγριον ρόχθον της θαλάσσης πληττούσης τα πλευρά του, τον οργίλον συριγμόν των αφριζόντων κυμάτων, των σχοινιών τον γογγυσμόν, και του πηδαλίου το τρίξιμον. Είχα τους οφθαλμούς κλειστούς, αλλά δεν εκοιμήθην όλην την νύκτα. Τα μέλη μου ήσαν βαρέα, μου έλειπε δε και δύναμις και θέλησις να τα κινήσω.

Και ήκουε τον ρόχθον εκείνον και την κραυγήν, τα οποία ηπείλει να συγχέη ο άνεμος, και δυνατόν να μην ήσαν άλλο τι ειμή ιδιότροποι ήχοι της τρικυμίας, και όμως ο μικρός θαλασσινός μάγκας ήτο βέβαιος ότι οι θόρυβοι εκείνοι ήσαν χωριστοί, ότι ο κρότος ήτο προσαράξαντος σώματος, και η κραυγή, κραυγή αγωνίας. Είς την κραυγήν ταύτην απήντησεν ο Πάπος διά σπαρακτικού ολολυγμού.

Και αφού παρήλθεν ώρα αρκετή, πόση δεν είξευρεν, αλλά «μία ώρα, μια ωρίτσα», του εφάνη ν' ακούση βρόντον, είτα συγκεχυμένας κραυγάς, είτα πάλιν συριγμούς οξείς και φοβερόν ροίβδον, είτα τον ρόχθον του κύματος, όστις τα συνεκάλυπτεν όλα και τον οξύν γογγυσμόν του ανέμου, όστις τα έπνιγεν όλα.

Πρώτον εις την Παναγίαν της Αγαλλιανούς, όπου η ψυχή μας εμοσχοβολούσε ία και ναρκίσσους και λευκά άνθη της αγραμπελιάς. Είτα εις την Παναγίαν την........., όπου έτρεχε με μόρμυρον και ρόχθον το ρεύμα της Ζωοδόχου, κάτω εις τους μυστηριώδεις καταρράκτας με τα κρεμάμενα πολυτρίχια και τους ανέρποντας κισσούς ανά τους υγρούς βράχους εις τα κυρτά υλομανούντα δένδρα.

Η ατραπός παρηκολούθει την οφρύν του βράχου. Οι κρημνοί κάτωθέν μου ήσαν φοβεροί, εκ δε του ύψους εκείνου έβλεπα την θάλασσαν αφρίζουσαν εις τους πόδας των και ήκουα τον ήσυχον ρόχθον της. Ο Παντελής πλησιάσας με επρότεινεν ν' αναβώ εις το ζώον του, αλλ' ηρνήθην θεωρών ασφαλέστερον να εμπιστευθώ εις τους ιδικούς μου πόδας ή εις τους πόδας της ημιόνου του.

Ανάμεσα εις τον ρόχθον εκείνον των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι ως δούπος, ως κτύπος σφύρας, μονότονον και ρυθμικόν, επίμονον όπως το άσμα του τέττιγος και το λάλημα των στρουθίων. Ο Φάλκος, όσον και αν εβασάνιζε τον νουν του, δεν ενόει τι πράγμα ήτον ο συνεχής εκείνος κρότος. Ανυπόμονος επανήλθεν εις την οικίαν διά να ερωτήση την μητέρα του. Την έσεισε διά να την εξυπνήση.

Στιγμήν τινα, όταν ο άνεμος είχε φθάσει εις το έπακρον της λύσσης του, κρότος οξύς ηκούσθη από το κόττερον, όστις εξεχώριζε και από τον ρόχθον των κυμάτων και από τους συριγμούς των τροχαλιών. Ήτον ως κραυγή αγωνίας. Δύο ή τρεις θαλασσινοί κατοικούντες εις το παραθαλάσσιον, σιμά εις την προκυμαίαν, είχον ανοίξει τα παράθυρά των και εκύτταζαν ανήσυχοι τα χειμαζομένα πλοία.