United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και του έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ εις τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ.

Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, τη υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου: — Ναι! είπε, μετά τινος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!

Εξηπλωμένος επί της πρύμνης ησθανόμην υπ' εμέ το σκάφος υψούμενον και καταπίπτον και ήκουα τον άγριον ρόχθον της θαλάσσης πληττούσης τα πλευρά του, τον οργίλον συριγμόν των αφριζόντων κυμάτων, των σχοινιών τον γογγυσμόν, και του πηδαλίου το τρίξιμον. Είχα τους οφθαλμούς κλειστούς, αλλά δεν εκοιμήθην όλην την νύκτα. Τα μέλη μου ήσαν βαρέα, μου έλειπε δε και δύναμις και θέλησις να τα κινήσω.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ώστε δεν παίρνω ούτ' εγώ, κι' αδίκως θα κινήσω; ΧΡΕΜΗΣ Κι' όταν για δεύτερη φορά λαλούσαν τα κοκκόρια αν ήσουν, πάλι θα 'μενες από τους άλλους χώρια. Ώ τριώβολο χαμένο! σε θυμούμαι και πονώ• κλάψε με και πεθαμμένο κλάψε με και ζωντανό» . Την έπαθα! Και δεν μου λες, ποιός λόγος νάταν τώρα που τόσον κόσμο μάζωξε στην Πνύκα τέτοιαν ώρα;

Ναι, είναι κρίμα πως η μέρα έχει μόνο εικοσιτέσσερες ώρες, άμα θέλη κανείς να κατορθώση το αδύνατο. 17 του Δεκέμβρη Μου φαίνεται πως, χωρίς να το γνωρίζω καθαρά, όλα όσα έζησα και ζω, ό,τι είμουνα κ' είμαι, τραβούνε μ' έναν παράξενον τρόπο προς ένα τέλος, δίχως εγώ να μπορώ να κινήσω ούτε το δάχτυλο. Στο μεταξύ ζω τη συνηθισμένη μου ζωή και δεν πιστεύω πως με βρίσκει κανένας αλλαγμένον.

Επήγα και κατέβηκα εις το σπήτι του πενθερού μου Μουφάκ, του οποίου εστάθη μέγας ο θαυμασμός ομού και της γυναικός του εις το να με ιδούν, οπόταν τους εφανέρωσα τον θάνατον της θυγατρός τους, που πολύ την αγαπούσαν. Δεν έκαμα ετούτην την διήγησιν χωρίς να χύσω άπειρα δάκρυα και χωρίς να μη κινήσω και τα εδικά τους.

Πέντε μήνες είχε παπάς και δεν τούχε τύχει στην ενορία του τέτοιο ξαφνικό, νύχτα ώρα. Υγεία βασίλευε στο νησί. Κάνα δυο γέροι είχαν πεθάνει άξαφνα, είχανε μείνει στον τόπο, που ούτε πρόφτασαν να τους μεταλάβουν. — Τι λες, ευλογημένε; Είμαι κι' ανήμπορος. Με τάραξε θέρμη σήμερα. Πώς να κινήσω νάρθω, με τέτοιον καιρό; — Για το Θεό, παπά μου. Ψυχή άνθρωπου χάνεται. Πρόφτασε!

Έτσι έλεγε: — Εδώ είναι ένα σχοινί, εκεί ένας Μάκαρας, εκεί ένας κόμπος, εκεί ένας χαλκάς, εκεί.,, Δε μπορούσε να καταλάβει, και κύτταξε το ίδιο το πράγμα. Ήταν ο σκούφος ενός θερμαστή που κοιμότανε πάρα πέρα. Άκουε τις ομιλίες των ναυτών. — Κι' άλλη τρίλλια. Μια παρέα έπαιζεν από κάτω. Ύστερα: — Θα κινήσω πάντα λίθον.,, Δυο υπαξιωματικοί μιλούσανε για τους προβιβασμούς τους.