United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό; Και τι είνε αυτό; — Το βλέπεις, κλειδί είνε. — Το βλέπω ότι είνε κλειδί, αλλά με αυτό δεν εννοώ τίποτε. Ο Τρανταχτής έσεισε τους ώμους. — Διά ποίον σκοπόν είνε αυτό το κλειδί; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δι' αυτό δεν ξεύρω ούτ' εγώ. — Αλλ' όμως ξεύρεις ποιος σου το έδωκε και διά ποίον είνε. — Α, όσον δι' αυτό, μάλιστα. — Αυτό σ' ερωτώ κ' εγώ. — Λοιπόν επιμένεις να το μάθης;

Σωστά σου λέγει η γερόντισσα και να την ακούης, είπεν ο ιατρός προς τον τυφλόν. Αλλ' εκείνος έσεισε την κεφαλήν, εν σιωπή. Δεν ηπατάτο ο δυστυχής ως προς το μέλλον. Εγνώριζεν ότι δεν θα ίδη το φως ενόσω εισέτι έμενεν επί της γης!

Κι' ενώ αυτά μου έψαλλαν οι ποιηταί τριγύρω, οι χοίροι ηύρανε καιρό και πέφτουν 'στο σιτάρι, κι' εγώ τους έβλεπα, χωρίς μια πέτρα να τους σύρω. .. οι ποιηταί μου έδεσαν και χέρι και ποδάρι. Προφθάνει και ο έμπορος με άμαξαν αχύρων· ω! τι θυμός θα έσεισε τα άμουσά του στήθη σαν είδε την επάρατον επιδρομήν των χοίρων! και όμως . .. πάλι 'γέλασε και εσταυροκοπήθη.

Χα! είπεν η μήτηρ μου, μετά θριαμβευτικής χαράς. Λοιπόν επιάσθηκε! Θα είναι από αυτούς που έστειλεν ο Εφέντης δεμένους. Ελησμόνησα να σε πω πως οι ύποπτοι ευρίσκονται στην Πόλι. — Σε είπα να μη μου λέγης τίποτε, χωρίς να σ' ερωτώ, αλλοιώς θα με χαλάσης τα μάγια! είπε δυσανασχετούσα η πυθία των τριόδων, και έσεισε το κόσκινον ισχυρώς και ηκούσθη εν αυτώ κρότος, ως συγκρουομένων οσπρίων.

Γλέπ'ς κει δα κάτ' είν' η γίδης στριμουμέναις κ' η δυο, τουλόου σ' πού θα πατήσης να τσ' δέσης να τσ' ανεβάσης απάν'; Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παππα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του, και με το μαύρο σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κ' έσεισε την κεφαλήν. — Αποκοτιά, είπε, μεγάλ' αποκοτιά.

Πόσα μου είπες η ροκάναις η μεγάλαις, πόσα η μικραίς και πόσα η σφυρίκτραις: Πού να θυμηθώ; Η Αρφανούλα τον είδε με βλέμμα λύπης και απελπισίας, έσεισε την κεφαλήν της και είπεν. — Άκουσέ τα λοιπόν πάλιν γλήγωρα, γιατί βιάζομαι. Πενήντα η μεγάλαις η ροκάναις, τριάντα η μικρότεραις, είκοσι η πειο μικραίς.

Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας, αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε.

Σκέπτομαι, είπεν, εάν η νύμφη σου δεν είναι αργυρώνητος ποίος την εμποδίζει να καταλίπη την στέγην του Πλαυτίου και να έλθη μαζί σου; Θα την χορτάσης με έρωτα και με πλούτη καθώς έκαμα εγώ διά την θεσπεσίαν μου Χρυσόθεμιν. Ο Βινίκιος έσεισε την κεφαλήν. — Όχι; . . . ηρώτησεν ο Πετρώνιος.

Ας τα χαίρεται ο αντικαταστάτης μου! Η Φλουρού τον διέκοψεν ανοίξασα την θύραν άνευ τινός προειδοποιήσεως. Έρριψε μετ' απορίας το βλέμμα εις όλας του δωματίου τας γωνίας, αλλ' ιδούσα ότι ο κύριος της ήτο μόνος και συνωμίλει με τον εαυτόν του, έσεισε την κεφαλήν και είπε λακωνικώς: — Έτοιμο!

Πάντοτε καλόν, και μην έχης κακήν ιδέαν, Βούγκο. — Πώς θα με κάμης να πιστεύσω; — Δεν ειμπορώ. Αφού πρώτα πρώτα με είπες ψεύστην. Ο Βούγκος συνέστειλε τα χείλη, έσεισε την κεφαλήν και δεν εύρεν άλλην λέξιν να είπη. Άπορον δ' εφαίνετο και εις αυτόν ότι κατώρθωσεν ήδη να είπη τόσας, όπερ δεν ενθυμείτο αν συνέβη άλλοτε. Η τρίτη απουσία του Γύφτου παρετάθη επί μίαν εβδομάδα. Μήτηρ και υιός.