United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όμως αλλοιώς δεν γίνεται, αν ο θεός δεν θέλη να μάθω αυτά που θέλω εγώ• μα βλέπω, ξένε, τώρα ο σύζυγος μου ο ευγενής πως έρχεται εδώ πέρα, ο Ξούθος, όπου άφησε του Τροφωνίου το άντρο.

Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.

Το σπιτάκι μου, τ' αρχοντικό μου που σφαλάγγι τώρα το χαίρεται ο Τουρτούρης όπως κι όλο το έχει μας. Έμπαινα κ' η καρδιά μου αναγάλλιαζε. Είχα τόσα χρόνια που τ' ωνειριαζόμουν ένα τέτοιο σπίτι. Για φαντάσου! Από τον καιρό που με πήρε νύφη μου το υποσκέθηκε ο μακαρίτης. — Θα κάμω ένα σπίτι έτσι κι αλλοιώς. Κ' εγώ το περίμενα μέρα σε μέρα· χρόνο με χρόνο. Το σπίτι το παλιό ήταν σαράβαλο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ’ εκάλεσα όχι ελπίζοντας μωρολογίες, αλλοιώς δεν θενά πάταγες εις το παλάτι. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τέτοιος εγώ εγεννήθηκα: μωρός για σένα, μα συνετός για τους γονείς που σ’ έχουν κάμει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για ποιους γονείς; ποιος μ’ έκαμεν απ’ τους ανθρώπους; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Η μέρα τούτη θα σε φάη, που θενά δείξη ποιος σ’ έκαμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αινιγματώδη, σκοτεινά λόγια, μου λέγεις.

ΑΡΓΓΑΝ Θα το κάνη, αλλοιώς θα την κλείσω στο μοναστήρι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Σεις; ΑΡΓΓΑΝ Εγώ. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Καλά. ΑΡΓΓΑΝ Πώς! καλά; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε θα την κλείσετε σε κανένα μοναστήρι. ΑΡΓΓΑΝ Δεν θα την κλείσω σε κανένα μοναστήρι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όχι. ΑΡΓΓΑΝ Όχι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όχι. ΑΡΓΓΑΝ Πολύ αστείο είν' αυτό. Δε θα κλείσω την κόρη μου στο μοναστήρι, αν θέλω; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όχι, σας λέω. ΑΡΓΓΑΝ Και ποιος θα μ' εμποδίση;

Αλλοιώς, θα διατάξη η πλειοψηφία. — Θα διατάξετε τον πρόεδρον; — Θα διατάξωμε τον τελάλη. — Και πού ηκούσθη αυτό να προστάττη η πλειονοψηφία τον πρόεδρον; ήρχισε ν' απαγγέλλη εν είδει λογυδρίου ο ελληνοδιδάσκαλος. Σφετερίζεσθε αλλότρια δικαιώματα. Φατριάζετε. Δεν σέβεσθε τους γεροντοτέρους σας. Ο κύριος πρόεδρος . . . . ο κύριος πρόεδρος, κύριοι, είνε . . .

Δεν άφινε καμμιά κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ' αποσώση. Μ' αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της, κ' έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών η ώρες. Αλλοιώς, τι θα γινότανε, 'ς αυτόν τον παληόκοσμο; Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά.

Άμα της το πεις πως την κρίνουν έτσι για αλλοιώς, θα φανεί σα να ξυπνά εκείνη τη στιγμή. θα σκοτιστεί λιγάκι, θα συλλογιστεί και θα πει: «Και τι με νοιάζει εμένα;». Κ' ευτύς θα ξαναπιάσει τις ομιλίες, θα λέει, θα ρωτά, θα ξεχύνει τα σωτικά της στον καθένα. Λέει και είναι σα να μη συλλογίζεται ολότελα τι θα πει.

Μα συνάμα την αγαπούσε πιο βαθιά από την κάθε μητέρα που τρέμει για το ζωντανό της το σπλάχνο, το παιδί της την αγαπούσε αλλοιώς παρ' ανθρώπινα, υπερφυσικά : Αχ, αυτό το κερί που ήτονε ζυμωμένο το κουκλάκι της, ήτον κερήθρα βγαλμένη απ’ της ψυχής της την κυψέλη πούχε στραγγίζει απ’ αυτήν το μέλι της ευτυχίας της όλο!. . κ’ έκλεινε τα μάτια της για να μην ιδή ταχνάρι το φριχτό που άφησε η άλλη απάνω σ' αυτό το μαλακό κερί της ψυχής της. . και πάλι τάνοιγε και το τήραγε και της ερχότανε να ξεφωνίση, γιατί έβλεπε πως το'χε κάμει πια δικό της η άλλη, πως τόχε βαθιά σημειωμένο με το νεκρό της το πρόσωπο για σφραγίδα. . και τόσφιγγε στο στήθος της μην της το πάρη. . κι αυτό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, μα έβγαζε μονάχα μιαν άχνα σα να της έλεγε κάτι από μέρους εκείνης της νεκρής της άφωνης. . .

Μα σε τούτη την περίσταση και ύστερα από τόσους κόπους που βασίλευσε και οργίασε, είναι τέλος πάντων καιρός να χαντακωθεί, άλλοιώς θα χαντακωθούμε εμείς που την έχουμε στήσει, κατά διαταγή των γραμματισμένων, σαν είδωλο μες στο μυαλό μας, που κάτω κάτω δε μας φταίει και τίποτε το κακόμοιρο.