United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να χαθήτε, βρωμοχόρταρα! είπε τέλος μετ' αγανακτήσεως, πτύουσα την πυράν. Η μάγισσα ύψωσεν επί μικρόν την κεφαλήν, έκλινε προς τα οπίσω το σώμα, έτεινε τας χείρας διά ν' αποσείση απ' αυτής την κούρασιν και είτα εστύλωσε πάλιν εις την πυράν τους οφθαλμούς, ως βιβλιοδίφης επί παλαιού παπύρου. Ευθύς η μορφή της εφαιδρύνθη.

Η γραία εμειδίασε πάλιν. — Καλά· είπε· κοπιάσετε. Και την ετοποθέτησεν εις προθάλαμον οπόθεν, από μικράν επί της θύρας οπήν, έβλεπεν ελεύθερα τα εν τω παρακειμένω δωματίω. Δεν τον είδε, τον διέκρινε μάλλον, εν τω μέσω των συννέφων του καπνού, τα οποία τον εκύκλωναν. Στηρίζων την κεφαλήν επί υψηλού ερεισινώτου και παίζων με τους θυσάνους του κοιτωνίτου του, εκάπνιζεν, εκάπνιζεν ατελεύτητα.

«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν, όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα. έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους, κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα• και τούτο παύε τ' άσμα 340 το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία, ότιεμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη, γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου, 'πουτην Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε».

Αλλά τας παραμονάς του γάμου διά να την περιποιηθή η αδελφή του Στάθη έστειλεν εις αυτήν δύο μεταξωτές προσκεφαλάδες και με αυτάς εστόλισε την πτωχήν προίκα της, αυτάς εκράτει επί του κανίστρου υψηλά, επιδεικτικώς νέος τις εκ των συμπεθέρων, εις αυτό επάνω το προσκέφαλόν εκάθησεν όταν την έφεραν νύμφην κ' επ' αυτού έκλινε την κεφαλήν, δειλή την πρώτην νύκτα κατά την οποίαν εκοιμάτο μετ' ανδρός.

Οι γαμπροί εδώ οι ξύλινοι, μια δραχμή ο ένας, η νύμφες αυταίς ένα δίδραχμο. Τα κουκλάκια τριάντα λεπτά! — Καλά, μπάρμα-Σταυρή, καλά, είπεν ο Σπύρος, σείων θλιβερώς την κεφαλήν του, φθάνει, μη κουράζεσαι.

Έγεινε δε μεγάλη ανεμοζάλη και σκότος εξ αιτίας των στίχων εκείνων και παρ' ολίγον να μας ανατρέψη το πλοίον και ο ποιητής έπαθε ναυτίαν και εξέρασε πολλάς ραψωδίας ομού με την Σκύλλαν και την Χάρυβδιν και τον Κύκλωπα. Από τόσα ξεράσματα δεν ήτο δύσκολον να διατηρώ ακόμη μερικά. Λοιπόν λέγε μου τώρα• Τις γαρ όδ' ποτέ πάχιστος ανήρ ηύς τε μέγας τε, έξοχος ανθρώπων κεφαλήν και ευρέας ώμους;

Οι φλεγματικοί κάτοικοι του μικρού χωρίου καθ' εσπέραν, ενώ εχασμώντο τανυόμενοι ίν' αποτινάξωσι τον κόπον της ημέρας οι άνδρες κ' εθορύβουν αι γυναίκες, εις τα οικιακά έργα ασχολούμεναι ή εκλαυθμήριζον τα παιδία και υλάκτουν οι σκύλοι, ακούοντες αυτούς εκίνουν την κεφαλήν μ' έκφρασιν σοβαράς δυσπιστίας.

Οι γυμνοί μέχρι γόνατος πόδες της έτυπτον την κεφαλήν της εκ του πολλού τάχους, επί δε του εδάφους άφινον βαθείς τους τύπους των πελμάτων της· το στήθος της επρόβαλλεν εμπρός πλατύ κ' εξωγκωμένον· η χονδρά κεφαλή της, ορθία επί του νευρώδους τραχήλου της, έκλινε μικρόν προς τα οπίσω, όλον της δε το σώμα ωμοίαζε κένταυρον ορμώντα προς μάχην.

Λαβούσα, λοιπόν την κεφαλήν του Φρουμεντίου επί των γονάτων της ήρξατο να θωπεύη την κόμην του διά των δακτύλων και το μέτωπον διά των χειλέων της· ο δε αμνησίκακος εκείνος νεανίας, ο τοσούτον υβρισθείς, απατηθείς και καταπατηθείς, εν ακαρεί ελησμόνει και απιστίας και ύβρεις και βασάνους.

Υπέστην την ειμαρμένην μου άνευ κραυνής και στεναγμού. Την επομένην, το ανδρόγυνον εξήλθεν εις περίπατον επί ωραίας αμάξης, σχήματος φαέθωνος , με ένα άνθρωπον όπισθεν, αντιθέτως προς του δρόμου την φοράν καθήμενον, η δε Γυνή έφερεν επί της κεφαλής και του λαιμού τα πτερά μου. — Περίεργον, εσκέφθην· ουδέποτε θα επίστευον, ότι τα οπίσθιά μου είχον τόσον πολύτιμα πράγματα, διά κεφαλήν γυναικός.